Δες π.χ. τις διαδικασίες που ονομάζουμε «παιχνίδια». Εννοώ επιτραπέζια παιχνίδια, χαρτοπαίγνια, παιχνίδια με μπάλα, αγωνιστική παιχνίδια […]. Τι κοινό έχουν όλα αυτά; – Μην πεις «Πρέπει να έχουν κάτι κοινό, ειδάλλως δεν θα ονομάζονταν «παιχνίδια», αλλά κοίτα αν έχουν κάτι κοινό. – Γιατί αν τα κοιτάξεις, δεν θα δεις μεν τι είναι τάχα κοινό σε όλα, αλλά θα δεις, ομοιότητες, συγγένειες και μάλιστα μια ολόκληρη σειρά
Λ. Βίτγκενσταιν
νόημα – μη νόημα
La vie n’a qu’un charme vrai: c’est le charme du Jeu
Μπωντλαίρ
Ποιο το νόημα να ασχοληθεί κανείς με το παιχνίδι, αν είναι το είδος εκείνο της δραστηριότητας που κατ’ εξοχήν στερείται απτού νοήματος; Εξ ορισμού κάθε παιχνίδι είναι, ως παιχνίδι, ανόητο. Κι όμως για αυτόν που παίζει δεν υπάρχει τίποτε μεστότερο νοήματος. Σύμφωνα με τον Huyzinga, το παιχνίδι δεν είναι μόνο «μια σημαίνουσα λειτουργία – δηλαδή υπάρχει κάποιο νόημα σε αυτή» αλλά και η προϋπόθεση της ύπαρξης του οποιουδήποτε νοήματος. «Στο παιχνίδι ‘παίζεται’ κάτι που υπερβαίνει τις άμεσες ανάγκες της ζωής και προσδίδει νόημα στη δράση». Το παιχνίδι των παιδιών προηγείται της ενηλικίωσης και το παιχνίδι των ζώων προηγείται του ανθρώπινου πολιτισμού. Χωρίς, ωστόσο, εκείνο το κενό νοήματος που ορίζει το παιχνίδι δεν νοείται ούτε πολιτισμός ούτε άνθρωπος. Από αυτή τη σκοπιά το παιχνίδι φαντάζει μια ανθρωπολογική, μια πολιτισμική, σχεδόν μια οντολογική σταθερά.
Όμως ο άνθρωπος δεν παίζει πάντα. Ούτε παίζει πάντα με τα ίδια πράγματα, τα ίδια παιχνίδια και με τον ίδιο τρόπο. Δεν αποδίδει στο παιχνίδι πάντοτε την ίδια αξία ούτε το ίδιο νόημα. Η θεωρία του πολιτισμού στις μεγάλες γραμμές της, η ανθρωπολογία με την προσήλωση της στο χωροχρονικά ιδιαίτερο, η κοινωνιολογία στην αναζήτηση των όρων που συνέχουν και μορφοποιούν την ανθρώπινη δράση φωτίζουν η καθεμιά με διαφορετικό τρόπο τα φαινόμενα του παιχνιδιού. Η διασταύρωση των προβολέων τους δημιουργεί ιριδισμούς αλλά και πεδία έντασης όπου γενιούνται, διαπλέκονται και συγκρούονται ερωτήματα:
– Ποια η σημασία του παιχνιδιού στον ανθρώπινο πολιτισμό; Ποιες εκφάνσεις της ζωής συνδέονται με το παιχνίδι και γιατί; Πόσο σταθερή είναι η σύνδεση αυτή και κάτω από ποιους ιστορικούς, κοινωνικούς ή άλλους όρους μεταβάλλεται το νόημά της; Πώς διαμορφώνει το παιχνίδι την ατομική ζωή εν γένει και πώς λαμβάνει συλλογική ή και θεσμική μορφή στο πλαίσιο της ανθρώπινης συμβίωσης η συγκεκριμένων ανθρώπινων κοινωνιών;
πραγματικό – φανταστικό, σοβαρό – αστείο
If music be the food of love, play on
Σαίξπηρ
Σε κάθε πραγματικό παιχνίδι η πραγματικότητα είναι αδιάφορη. Το φανταστικό εκλαμβάνεται σαν να ήταν πραγματικό. Ήδη ο Πλάτωνας είχε καταγγείλει αυτή την αντικατάσταση, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε ούτε παιχνίδι, ούτε τέχνη, ούτε ομορφιά. Από πού αντλεί τη δύναμή της; Για τον Καντ, το αίσθημα του ωραίο είναι αποτέλεσμα του ευτυχούς συντονισμού της αισθητικής και διανοητικές μας λειτουργίας εν είδει ενός παιχνιδιού που δεν γνώριζει κανόνες και το περιέχόμενο του είναι αδιάφορο. Λίγια χρόνια μετά ο Σίλλερ θα σχηματίσει σε αυτή τη βάση ένα αισθητικό όραμα για το μέλλον της ανθρωπότητας: «Ο άνθρωπος παίζει μόνον όταν είναι άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης και είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος μόνο όταν παίζει». Έκτοτε προγράμματα ουτοπικών κοινοτήτων, εναλλακτικών θεσμών και οργανώσεων, αξιοποίησης δυναμικού και πρωτοβουλίας, καταστατικών κοινωνικών αναδιαρθρώσεων, ομαδικών δικτυώσεων και, συχνότατα, μαθησιακών διαδικασιών αντλούν από τις ιδιαιτερότητες των δραστηριοτήτων που ορίζονται από παιγνιώδεις σχέσεις και δυνάμεις.
Με τη μεσολάβηση της ψυχανάλυσης το παιχνίδι έχει αποκτήσεις περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, τα πλάσματα της παιδικής αλλά και της ενήλικης φαντασίας είναι απολύτως σοβαρά. Στην αρχή της πραγματικότητας εισβάλλει η αρχή της ηδονής. Όμως το παιχνίδι παίζεται και πέραν αυτής της τελευταίας, στην καταναγκαστική επανάληψη του «fort/da». Ο Λακάν θα διαβάσει εδώ την ιδρυτική στιγμή της συμβολικής τάξης, ο Ντεριντά εκείνη της οικονομίας της ίδιας της ψυχανάλυσης. Στη παιδιατρική ψυχολογία του Winnicot το παιχνίδι σημαδεύει τη μετάβαση από την ενδοϋποκειμενική στην διυποκειμενική τάξη, η ίδια δε η θεραπεία προσλαμβάνει μορφή παιχνιδιού. Το παιχνίδι παίζεται, λοιπόν, στα σοβαρά. Κατά τον Goffmann, ο ίδιος ο κοινωνικός δεσμός δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μέσα από την αναφορά σε ένα σενάριο και στους ρόλους που του αντιστοιχούν, ενώ ο Χόνετ θα δει στο παιχνίδι αυτό τον αγώνα για την αναγνώριση, που από την εποχή του Χέγκελ ήταν ένας αγώνας ζωής και θανάτου στο θέατρο του κόσμου. Αργότερα ο Νίτσε θα δει το αρχαιοελληνικό θέατρο ως έναν τέτοιο αγώνα ανάμεσα στη μορφή και τα εκρηκτικά περιεχόμενα, την άρνηση και την κατάφαση της ζωής.
Ξαναγυρνάμε λοιπόν στην αισθητική. Οι τέχνες γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον ότι ένα έργο πρέπει να παιχτεί, ότι ο τρόπος που χειριζόμαστε τα μουσικά όργανα είναι να τα παίζουμε. Η εκτέλεση, το παιχνίδι, το παίξιμο είναι κάτι παραπάνω από αυτό που εκτελείται. Στον 20ο αιώνα η στιγμή της αυτονομείται. Γίνεται πράξη, αυτοχεδιασμός, performance. Η κοινωνική θεωρία θα αντλήσει με τη σειρά της νέες εμπνεύσεις.
– Ποιες είναι οι εκφάνσεις της ατομικής και κοινωνικής φαντασίας; Πώς επιστρατεύονται οι δυνάμεις της για πραγματικούς σκοπούς; Ποια είναι η σημασία του παιχνιδιού στην τέχνη, στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στην ψυχική ζωή; Ποιες είναι οι μείζονες θεωρητικές εξελίξεις στα πεδία της αισθητικής, της κοινωνιολογίας και της ψυχανάλυσης;
εργασία – σχόλη, οικονομία – σπατάλη, καθημερινό – έκτακτο
Clov: Let’s stop playing!
Hamm: Never! [Pause] Put me in the coffin.
Σ. Μπέκετ
Στους νεότερους χρόνους με τη διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο ο χώρος και ο χρόνος χάνουν την ενότητά τους. Όσο περισσότερο η εργασία επιβάλλεται ως κυρίαρχη κοινωνική κατηγορία, τόσο διανοίγεται ένα πεδίο απαλλαγμένο από την αναγκαιότητά της. Η οικονομία εγκαταλείπει τον οίκο. Ο ελεύθερος χώρος και χρόνος δεν είναι αυτοί της εργασίας αλλά του παιχνιδιού, με το οποίο ανταμοίβεται κανείς για την πειθαρχία και τον μόχθο όπου υποβλήθηκε. Για αυτό το πέραν της οικονομίας θα αναπτυχθεί σύντομα μια νέα ιδιαίτερη οικονομία. Ο αθλητισμός επαγγελματικοποιείται, η διασκέδαση οργανώνεται, η ελευθερια βιομηχανικοποιείται. Το παιχνίδι θεσμοποιείται ως εργασιακός κλάδος.
Ο Χόρκχαιμερ και ο Αντόρνο θα διαβάσουν αυτή την εξέλιξη ως «διαλεκτική του Διαφωτισμού», που πληρώνει το τίμημα της χειραφέτησης από την παράδοση με την μετατροπή του σε σύστημα καθολικής χειραγώγησης. Η μελωδία του μοντέρνου πότλατς παίζεται και πάλι σε θρησκευτικό ρυθμό. Το παιχνίδι αποδίδει φόρο τιμής στην παλιά συγγένειά του με την τελετουργία, τον ιδιαίτερο χώρο και χρόνο της, τον μύθο που ξαναγίνεται φορέας της ζωής και της κοινωνικής οργάνωσης. Ήδη από τα πρώτο μεταπολεμικά χρόνια αναπτύσσεται για την ιδια την οικονομία μια θεωρία παιγνίων.
Ποιες είναι οι κλασικές και σύγχρονες διαγνώσεις της κοινωνιολογίας του ελεύθερου χρόνου; Πώς διασταυρώνονται στο πεδίο του η ουτοπία και η καταπίεση; Πώς οργανώνεται η οικονομία του αλλά και η οικονομία εν γένει; Ποιος εν προκειμένω ο ειδικός ρόλος του παιχνιδιού και ποιες οι ιστορικές μεταμορφώσεις του;
Κανόνας – ελευθερία, αληθές – ψευδές
Vielleicht, daß es auf diese Art zuletzt das Zucken einer Oberlippe war, oder ein zweideutiges Spiel an der Manschette, was in Frankreich den Umsturz der Ordnung bewirkte.
Χ. φ. Κλάιστ
Η παραδοσιακή μεταφυσική διακρίνει ανάμεσα στην επιστήμη και στη δόξα, στο σταθερό και το μεταβλητό, το μοναδικό και το ποικίλο. Σε μια αντίθετη αλλά και συγγενή κίνηση, από τον πρώιμο διαφωτισμό ως την αναλυτική φιλοσοφία η αλήθεια δίνει τη μάχη εναντίον του γλωσσικού φαίνεσθαι, αυτού που δεν είναι παρά παιχνίδι με τα λόγια. Στό μέσο και ύστερο έργο του ο Βίτγκενσταιν θα κάνει λόγο για μια τεράστια προκατάληψη. «Η συνεννόηση μέσω της γλώσσας δεν περιλαμβάνει μόνο τη συμφωνία στους ορισμούς, αλλά (όσο παράξενο και αν ακούγεται) μια συμφωνία στις κρίσεις». Οι λέξεις βρίσκονται ήδη μέσα στις προτάσεις, γιατί τόσο οι μεν όσο και οι δε είναι ριζωμένης σε μορφές ζωής, μέρος των οποίων αποτελούν γλωσσικά παίγνια. Τι είναι όμως αυτά τα παιχνίδια; Η έννοια τους αντιστέκεται στον ορισμό, διότι, παρά τη συγγένειά, τους δεν γνωρίζουν ενιαίο κανόνα. Συχνά τον κανόνα τους τον μαθαίνουμε ή τον κατασκευάζουμε καθώς παίζουμε το παιχνίδι, στο πλαίσιο μιας πράξης, και έξω από αυτήν, στην ιδιωτικότητά μας, είναι αδύνατο να ξέρουμε αν ακολουθούμε όντως τον κανόνα, αν παίζουμε σωστά. Σύμφωνα με τον Ρ. Καγιουά, τα παιχνίδια «είτε είναι ρυθμισμένα από κανόνες είτε πλασματικά». Εν προκειμένω είναι και τα δύο ταυτόχρονα.
Σε αυτό τον ορίζοντα η διάκριση ανάμεσα στον προς τήρηση κανόνα και το ελεύθερο παιχνίδι, την ορθή και την εσφαλμένη χρήση, την κατεκτημένη γνώση και τη μαθησιακή δοκιμη, ακόμη και ανάμεσα στην αλήθεια και την εκφορά της κρίσης σχετικοποίεται. Αποκτά η ίδια παιγνιώδη χαρακτηριστικά. Το δυνατό αναμιγνύεται με το πραγματικό. Η διαπίστωση ότι οι πιο δημιουργικοί παραγωγοί νέων χρήσεων στα πεδία των νέων «τεχνολογιών» δεν έχουν προηγούμενη παράσταση αυτού που θα παραγάγουν, εφευρίσκουν χωρίς προηγούμενα διατυπωμένο προς επίλυση πρόβλημα και κυρίως ότι πρωτίστως παίζουν με τις συσκευές τους, τους κώδικες και τις αντίστοιχες γλώσσες, παίζουν με τις δυνατότητες του μέσου, δείχνει πως η μορφή γνώσης που συνδέεται με αυτό το (ψηφιακό) υλικό κι αυτόν τον ψηφιακό κόσμο δεν είναι απλώς τεχνική (του πώς και όχι του ότι ή του τι) και «άρρητη» (όπως είναι ήδη στις συνθήκες μετάβασης από τη γνώση των κανόνων στην κατοχή του τρόπου του παιχνιδιού, ας πούμε στο σκάκι), αλλά συνιστά μια εγγενώς «διαθεσιακή» (dispositional) ή δυνητική γνωστική ικανότητα – στον αντίποδα της προτασιακής (propositional).
– Ποιο κριτικό δυναμικό εμπερικλείει η πραγματιστική τροπή της φιλοσοφίας; Είναι συνδεδεμενη με ιστορικές, κοινωνικές και τεχνικές εξελίξεις; Πώς μεταβάλλεται η εκπαιδευτική σκέψη και πράξη; Κατά πόσον διαμορφώνει η «λογική του παιχνιδιού» έναν καινοτόμο και αυτοτελές παράδειγμα;
…ας παίξουμε λοιπόν!
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων× παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ηράκλειτος
Κάθε πρόσκληση για παιχνίδι (game) δεν κινητοποιεί απλώς τη δυνατότητα, έστω και στιγμιαίας, άρσης των ισχυρά θεμελιωμένων βεβαιοτήτων που συγκροτούν την πραγματικότητα, αλλά μας υποβάλει στη ιδέα πως όσα έχουν εκχωρηθεί στην ξεχασμένη από καιρό παιδική ηλικία αξιώνουν επανεξέτασης. Αντίθετα από όλα τα πνευματικά επιτεύγματα που βρίσκονται πάντοτε μπροστά μας, το παιχνίδι είναι πάντοτε, ήδη, δικό μας: από την αδιαμφισβήτητη δημοκρατικότητά του – όλοι (;) έχουμε υπάρξει παιδιά – έχουν ξεπηδήσει πληθώρα θεσμοποιημένων πλέον πολιτισμικών σταθερών. Ωστόσο μόνο καταγωγικά συνδέονται με το παιγνιώδες σύμπαν της παιδικότητας, είναι πλέον σοβαρά, έχουν οριστικά πια χαθεί οι δυνατότητες επεξεργασίας της θηλαστικότητάς μας και ριζικής εξομοίωσης με το μη ανθρώπινο. Ο Huyzinga επιμένει πως δεν παίζει μόνο ο άνθρωπος κι ο Μπένγιαμιν σημειώνει πως η το παιδί παίζει τον ανεμόμυλο, το ποταμάκι, τον σιδηρόδρομο. Από την άλλη, το παιχνίδι (toy) είναι συνήθως ένα απομεινάρι: τόσο των παραγωγικών λειτουργιών (Μπένγιαμιν) όσο και των δεσποζουσών τελετουργιών (Αγκάμπεν). Παρά τις επεξεργασίες του, παιγνιώδεις ή μη, φέρει τα ίχνη την πρότερης κατάστασής του, αναφέρεται στην εκτός παιχνιδιού συνθήκη.
Αν ακόμη κι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει, τι μας αποκαλύπτει για τον χρόνο ένα παιδί που παίζει; Πώς μπορούμε ακόμη να ανασύρουμε από την παιδική ηλικία ξεχασμένες δεξιότητες; Πώς θα έμοιαζε μια παιγνιώδης κριτική του κόσμου μας;
Γεράσιμος Κουζέλης, Ορέστης Κωνσταντάς, Γιώργος Σαγκριώτης
τοπικά ιζ΄- Πρόγραμμα Κυριακή 28 Αυγούστου 16.40-20.00 Χρυσούλα Καμπά, «Όπου παίζουνε παιδιά, υπάρχει ένα μυστικό κρυμμένο». Η έννοια του παιχνιδιού στον Βάλτερ Μπένγιαμιν Χρήστος Γρηγορίου, «Ορμή του παιχνιδιού» στον Schiller Μαργαρίτα Καρκαγιάννη, Τα παιχνίδια και το σώμα του θεού: Το πρόβλημα της χάρης στο Περί του Θεάτρου των Μαριονετών του Χάινριχ φον Κλάιστ Μαρίνα Μαροπούλου, Ο παίκτης στους σκακιστικούς κόσμους των Στέφαν Τσβάιχ και Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ: διακειμενική προσέγγιση 20.30-22.00 ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΣΟΥΧΛΟΥ Προβολή + Συζήτηση Σάμιουελ Μπέκετ Το τέλος του παιχνιδιού - Εισήγηση: Μάρω Γερμανού Δευτέρα 29 Αυγούστου 10.00-14.10 Τίνα Βαρδαλάχου, Η αστική εξερεύνηση ως παιχνίδι Κατερίνα Ζησιμοπούλου, Αρχιτεκτονικά παιχνίδια (ή πώς να παίξεις με συμπαίκτες αρχιτέκτονες) Γιώργος Παπακωνσταντίνου, Οπτικά παιχνίδια: η κατασκευή της οπτικής κουλτούρας της νεωτερικότητας Λήδα Βουτσινά, Παιγνιώδης δράση: όριο-ίλιγγος | το σώμα Ορέστης Κωνσταντάς, Χώρος και παιχνίδι στις μη φυσικές επιστήμες 17.00-18.40 Γιάννης Πίσσης, Φιλοσοφία και παιδικότητα. Με αφορμή μια σκέψη του Αντόρνο Γιώργος Σαγκριώτης, Ανία, εργασία και παιχνίδι στον γερμανικό ρομαντισμό 18.40-20.20 Νικόλας Τσαφταρίδης, Παίζω μουσική: Ανάλαφρες λέξεις σε σοβαρές πειθαρχίες Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Δανάη Στεφάνου, Παίζοντας με τον φορμαλισμό: χώροι και ρωγμές μουσικής ελευθερίας 22.00 Συναυλία Φάμπρικα Πολιτισμού Τριτη 30 Αυγούστου 10.00-12.30 Κύρκος Δοξιαδης, Παίγνια της θεωρίας Πέτρος Σταγκανέλλης, Παιχνίδια υπομονής Νίκος Θεοχαράκης, Παίζοντας στις κοινωνικές επιστήμες 12.30-15.00 Αλεξάνδρα Κορωναίου, Παιχνίδι και ελεύθερος χρόνος Ελπίδα Μαρκοπούλου, Oι ψυχολόγοι της ανάπτυξης για το παιχνίδι: οι θεωρίες των Ζαν Πιαζέ, Λεβ Βιγκότσκι και Ανρί Βαλλόν 16.00-19.20 Αλίκη Κοσυφολόγου, «Iνδιάνοι και καουμπόηδες»: εκδηλώσεις της έμφυλης επιτελεστικότητας μέσα στην εικονική συνθήκη ενός ομαδικού παιχνιδιού σε φυσικό χώρο Πέτρος Πετρίδης, Μετα-παιγνιώδης γνώση στα μαζικά διαδικτυακά παιχνίδια ρόλων Μιχάλης Νικολακάκης, Παιχνίδι και επιθετικότητα στο έργο του Norbert Elias Γεράσιμος Κουζέλης, Δυνητική καθημερινότητα Το εργαστήριο υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Δήμου Νότιας Κυνουρίας