ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά ιστ΄: Επιθυμία

I. Θεμέλια

Iα. Χομπς

«Αυτές οι μικρές απαρχές της κίνησης μέσα στο σώμα, προτού εκδηλωθούν στο περπάτημα, στην ομιλία, στην πίεση και σ’ άλλες ορατές ενέργειες, αποκαλούνται κοινώς ροπή. Αυτή η ροπή, όταν κατευθύνεται προς το πράγμα που την προκαλεί, αποκαλείται όρεξη ή επιθυμία· όπου επιθυμία είναι το γενικό όνομα, ενώ το όνομα όρεξη συνήθως περιορίζεται να δηλώνει την επιθυμία της τροφής, ήτοι πείνα και δίψα.[…] η επιθυμία και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα, με τη διαφορά ότι με τη λέξη επιθυμία υπονοείται πάντα η απουσία του αντικειμένου της επιθυμίας, ενώ με τη λέξη αγάπη συνήθως υπονοείται η παρουσία του.» (122) «Η επιθυμία να γνωρίσουμε το γιατί και το πώς, αποκαλείται περιέργεια και ανάμεσα στα άλλα πλάσματα απαντάται αποκλειστικά στον άνθρωπο. Έτσι, ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, όχι μόνον χάρη στον Λόγο του, αλλά χάρη σ’ αυτό το μοναδικό πάθος.[…] Η γνώση των αιτίων είναι μια ηδονή του νου.» (127) «[…] τότε το σύνολο αυτών των επιθυμιών, αποστροφών, ελπίδων και φόβων, που διαρκούν μέχρις ότου αυτό το πράγμα είτε πραγματοποιηθεί είτε κριθεί ανέφικτο, το αποκαλούμε στάθμιση. […] Και αποκαλείται στάθμιση, διότι θέτει τέρμα στην ελευθερία που είχαμε να πράττουμε ή να παραλείπουμε σύμφωνα με την όρεξη ή την αποστροφή μας. […] Στη στάθμιση η τελική επιθυμία ή αποστροφή, που συνδέεται άμεσα με την εκτέλεση ή την παράλειψη μιας ενέργειας, είναι εκείνο που αποκαλούμε βούληση.(130) […] Η βούληση λοιπόν είναι η τελευταία επιθυμία στη διαδικασία της στάθμισης.» (131) «Η ευδαιμονία είναι η διαρκής πορεία της επιθυμίας από τα ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του πρώτου δεν είναι παρά ο δρόμος για το επόμενο. (169) […] Και πρώτο λόγο, λοιπόν, θεωρώ ως γενική διάθεση του ανθρώπινου είδους στο σύνολό του την αιώνια και ασίγαστη επιθυμία για ισχύ και ακόμα περισσότερη ισχύ, που σταματά μόνο με το θάνατο. […] Διότι ο δρόμος προς την εκπλήρωση της επιθυμίας του ενός ανταγωνιστή περνά από την εξόντωση, υποταγή, εκμηδένιση ή απώθηση του άλλου.» (170)

Iβ. Φρόυντ

«Το πεινασμένο παιδί θα βάλει αβοήθητο τα κλάματα ή θα σπαρταράει. Η κατάσταση παραμένει όμως αμετάβλητη, καθώς η εκπορευόμενη από την εσωτερική ανάγκη διέγερση δεν είναι μια δύναμη στιγμιαίας ώθησης, αλλά συνεχούς δράσης. Μια τροπή μπορεί να επέλθει μόνον όταν με οιονδήποτε τρόπο, στην περίπτωση του παιδιού με ξένη βοήθεια, συντελεστεί το βίωμα της ικανοποίησης, που αίρει το εσωτερικό ερέθισμα. Ουσιώδες συστατικό αυτού του βιώματος είναι η εμφάνιση μια ορισμένης αισθητήριας αντίληψης (της τροφής στο παράδειγμά μας), η αναμνηστική εικόνα της οποίας στο εξής θα παραμείνει συνδεδεμένη με το μνημονικό ίχνος της διέγερσης της ανάγκης. Μόλις αυτή η ανάγκη επανεμφανιστεί, θα ανακύψει, χάρη στη σύνδεση που έχει εγκατασταθεί, μια ψυχική κίνηση, η οποία θέλει να επανακαταλάβει ως κάθεξη τη μνημονική εικόνα εκείνης της αντίληψης και να ξαναπροκαλέσει την ίδια την αντίληψη, κατά βάθος να αποκαταστήσει τις συνθήκες της πρώτης ικανοποίησης. Μια τέτοια κίνηση είναι αυτό που αποκαλούμε επιθυμία· η επανεμφάνιση της αντίληψης είναι η εκπλήρωση της επιθυμίας, και η πλήρης επένδυση της αντίληψης από τη διέγερση της ανάγκης ο πιο σύντομος τρόπος εκπλήρωσης της επιθυμίας. Τίποτα δε μας εμποδίζει να υποθέσουμε μια πρωτογενή κατάσταση του ψυχικού μηχανισμού, στην οποία αυτή η πορεία πραγμάτων ακολουθεί αυτή την τροχιά, δηλαδή το επιθυμείν καταλήγει σε μια παραίσθηση. Αυτή η πρώτη δραστηριότητα στοχεύει λοιπόν σε μια αντιληπτική ταυτότητα, δηλαδή στην αναπαραγωγή εκείνης της αντίληψης που συνδέεται με την ικανοποίηση της ανάγκης.» (491)  «Όλη η πολύπλοκη νοητική δραστηριότητα όμως, η οποία εκτυλίσσεται από την αναμνηστική εικόνα ως την αποκατάσταση την αντιληπτικής ταυτότητας μέσω του εξωτερικού κόσμου, αποτελεί απλώς μια παρακαμπτήριο για την εκπλήρωση της επιθυμίας, που η εμπειρία την έκανε αναγκαία.» (492)

Οι παραπάνω αναφορές ασφαλώς δεν αξιώνουν να εξαντλήσουν το σύνολο των θεμελιακών επεξεργασιών της επιθυμίας. Μια τέτοια προσπάθεια δεν θα μπορούσε να παραβλέψει, για παράδειγμα, τον τρόπο που η επιθυμία εγγράφεται στο εγελιανό οικοδόμημα, ανασυντάσσεται στην γαλλική πρόσληψη του Χέγκελ (Κοζέβ) και εκβάλει αναμορφωμένη στις επεξεργασίες των Λακάν, Μπατάιγ και τόσων άλλων. Θα ήταν επίσης παράλειψη, σε ένα τέτοιο εγχείρημα, να αγνοηθεί η γενεαλογική γραμμή της επιθυμίας που ανατρέχει στον Σπινόζα και διατρέχει τις επεξεργασίες του Αλτουσέρ ή του Ντελέζ. Αλλά το να ξανασκεφτούμε την επιθυμία δεν σημαίνει μόνο να ιχνηλατήσουμε την καταγωγή της και να επανεξετάσουμε κριτικά τις ιστορικές στρεβλώσεις που υπέστη καθώς και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε η υποστασιοποίησή της (μεταφυσικές, ρομαντισμός, μεταμοντέρνο κτλ.), αλλά να αναγνωρίσουμε σε αυτήν το προσχέδιο αφενός μεν εκείνου που πεισματικά διαφεύγει στη σκέψη και αφετέρου εκείνου που με τρόπο καθοριστικό μορφοποιεί τον ιστορικό ορίζοντα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι δύο εναρκτήριες αναφορές ορίζουν το φάσμα των δυνατών επεξεργασιών με όρους κλίμακας, ταξινομούν τα επιγενόμενα με όρους βάθους ή έκτασης και, κυριότερο όλων, κομίζουν στην προβληματική της επιθυμίας χειραφετητικό διαφέρον. Εσωτερικά σε αυτή την οργάνωση της προβληματικής, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις παρακάτω θεματικές.


ΙΙ. Λόγος

Τόσο ως ιστορικό φαινόμενο, όσο και ως εννοιολογικός σχηματισμός, η επιθυμία  εμφανίζεται ως ένα μάλλον ενοχλητικό ερωτηματικό στην ανθρωπολογία του διαφωτισμού, καθώς ανασκάπτει μια εκ των θεμελιακών προκείμενών του. Η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του υλοποιείται από την εγκατάσταση μιας απόστασης του ανθρώπινου από την «ακατέργαστη πρώτη ύλη» του. Η ιδέα της καλλιέργειας απηχεί τον τρόπο που πολλαπλές τεχνικές/πρακτικές/στρατηγικές διανοίγουν και υποστυλώνουν την απόσταση αυτή. Είναι η επιθυμία το ίχνος του μη αναγώγιμου, αυτού που ο Λόγος αδυνατεί να εγγράψει στο πεδίο του; Σηματοδοτεί πάντοτε μια παρέκκλιση στη μυθική σκέψη; Εισάγει πάντοτε μια μεταφυσική;  Μπορούμε να παραμένουμε στην επικράτεια του Λόγου, να πειθαρχούμε στις επικλήσεις του και ταυτόχρονα να προσδοκούμε τη μετασχηματιστική δύναμη της επιθυμίας; Πώς διαπλέκεται η επιθυμία με την Ιδεολογία; Με τη Θέληση (Will), τον Ορθό Λόγο (Reason), τον λόγο (discourse);


ΙΙΙ. Φύση

Η επιθυμία επαναφέρει το ζήτημα του φυσικού στην επικράτεια του Λόγου. Διαφοροποιημένη από την ανάγκη, αλλά ριζωμένη σε αυτή, οριοθετεί αμφίπλευρα την εμβέλεια της δράσης της: φύεται στον ορίζοντα της υλικότητας μα στρέφεται στο πέραν του υποκειμένου. Η ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού εκδιπλώνεται ως μια συστηματική και εξωγενής μετεγγραφή του φυσικού σε δεύτερη φύση. Η ιστορία που φτιάχνουμε και η ιστορία που μας φτιάχνει διασταυρώνονται, συμπλέκονται και αρθρώνονται αμετάκλητα στην επιθυμία: η τομή τους ορίζει τον άνθρωπο ως θηλαστικό παγιδευμένο στο νόημα. Πώς κατασκευάζει η επιθυμία την επαλληλία των “φύσεων”; Πώς οργανώνει τις πολλαπλές μας έξεις; Πώς παρεμβαίνει στην εξωτερίκευση των ενστίκτων; Πόσο αλήθεια απέχουμε από τη “φυσική κατάσταση”;


ΙV. Υποκείμενο

Υποκείμενο (ατομικό και συλλογικό) και επιθυμία συνυφαίνονται εντατικά. Η εργώδης διαλεκτική τους θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαφορά τους. Τι προηγείται, το υποκείμενο ή η επιθυμία του;  Είναι η επιθυμία εγγενές γνώρισμα κάθε υποκειμενικότητας; Πώς προδιαγράφει η ανάδυση της επιθυμίας τη συγκρότηση του υποκειμένου; Ποίες οι συνέπειες στο υποκείμενο από την επιλογή του αντικειμένου της επιθυμίας; Πώς μορφοποιεί η επιθυμία τα κοινωνικά υποκείμενα και τις κοινωνικές σχέσεις; Οι καινοφανείς μορφές επιθυμίας συντελούν στη δημιουργία νέων υποκειμενικοτήτων; Πώς συναντάται το υποκείμενο με την έλλειψη / απουσία που οργανώνει την επιθυμία; Ποια η φορά της συνάρτησης υποκείμενο – επιθυμία  – αντικείμενο, κεντρομόλος ή φυγόκεντρη;


V. Αντικείμενο

Η επιθυμία κυκλώνει πολλαπλά αντικείμενα και τα οργανώνει σε αυτόνομα μεν, μα επάλληλα και πολλαπλώς τεμνόμενα πεδία. Εργασία, ερωτισμός, τέχνη, κατανάλωση, ισχύς, μόδα,… η επιθυμία οργανώνει το αισθητό, μορφοποιεί το αντιληπτό, κινητοποιεί το νοητό. Τι επιθυμούμε; Γιατί το επιθυμούμε; Πώς το επιθυμούμε; Η επιθυμία ανατρέπει τη γνώση του αντικειμένου ή την ολοκληρώνει; Πώς τα πεδία αυτά ανατροφοδοτούν την επιθυμία και πώς την κατευθύνουν; Πώς η επιθυμία “εξυψώνει” τα αντικείμενά της, και πως η εξύψωση αυτή εγκαθιδρύει το υψηλό;  

Ασφαλώς ενίοτε αστοχεί. Το αστείο, η παράβλεψη, η παραγνώριση, το όνειρο: όλα γλιστρήματα της επιθυμίας. Η επιθυμία, ως κίνηση που θυμίζει φερμάρισμα, ξεπηδά στις πιο απροσδόκητες περιστάσεις, αφυπνίζει την καθησυχασμένη βεβαιότητα του διαφωτισμού, αποσταθεροποιεί την ορθότητα του Λόγου, ξεχαρβαλώνει την αναπαραστατική συνθήκη. Άλλοτε πάλι στοχεύει προς απροσδόκητες κατευθύνσεις: τρίχες, δέρμα, τακούνια, η επιθυμία τείνει να προβάλει τις ιδιότητες της στα αντικείμενα που κυκλώνει. Το επαρκώς στοιχειοθετημένο μοτίβο του φετιχισμού εμπλουτίζει την προβληματική της επιθυμίας.


VI. Χρόνος

Αυτό που ομοιώνει το μυθικό παρελθόν με το ορθολογικό μέλλον είναι η ταύτιση της επιθυμίας με το εδώ-να αντικείμενο της. Η ανάγκη παγιδεύει την όχι-ακόμη επιθυμία σε μηχανές εσωτερικής καύσης και διοχετεύει τη δύναμή της στο πολλαπλασιαστικό, επαναληπτικό, κατατονικό εδώ-και-τώρα ισχύον. Η κένωση αυτή του επιθυμητικού μηχανισμού καταλύει την απόσταση, χωρική και χρονική. Η καθιέρωση του γραμμικού χρόνου βεβαιώνει και επικυρώνει το βραχυκύκλωμα αυτό. Η επαν-ενεργοποίηση του μνημονικού ίχνους του βιώματος της ικανοποίησης αφενός, όπως την καταμαρτυρεί τόσο η ψυχανάλυση όσο και η πολιτική φιλοσοφία, και η διαρκώς μετατοπιζόμενη προς ένα άπειρο μετά συνάντησή της με το αντικείμενο της αφετέρου, διαπλέκουν στην επιθυμία παρελθόν και μέλλον και την εξοπλίζουν με μια συντακτική δυναμική που αποσταθεροποιεί το γραμμικό χρόνο. Πώς αναδύεται ο νέος αυτός χρόνος; Ποιές οι δυνατότητες του;


VII. Εξουσία

Η επιθυμία αποτελεί συστατική όψη της κοινωνικότητας και αφορά πολλαπλές διαστάσεις της ενσώματης υποκειμενικότητας και κοινωνικής διαφοροποίησης. Η σχέση επιθυμίας και εξουσίας διαπερνά σύνθετες και πολυεπίπεδες διαδικασίες κανονικοποίησης, ιεράρχησης, αποκλεισμού, καθυπόταξης, εκμετάλλευσης, βίας, κυριαρχίας, αλλά και διαφορικής υποκειμενοποίησης και ενσωμάτωσης. Γι’ αυτό και η σχέση επιθυμίας και εξουσίας έχει υπάρξει γόνιμο πεδίο προβληματισμού στο πλαίσιο της κριτικής θεωρίας. Για παράδειγμα, ενώ για τους Ντελέζ και Γκουατταρί η επιθυμία γενικά προηγείται της εξουσίας, ο Μισέλ Φουκώ αλλά και η Τζούντιθ Μπάτλερ εκλαμβάνουν την επιθυμία ως κοινωνικο-ιστορικό προϊόν του πλέγματος γνώση/εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία και η εξουσία συνδέονται με μια σχέση δυναμικά παράδοξη, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί, σε αδρές γραμμές, ως εξής: ενώ η επιθυμία αποτελεί μια μορφή εμπέδωσης των σχέσεων εξουσίας, την ίδια στιγμή φέρει τη δυνατότητα να αποσταθεροποιεί αυτές τις σχέσεις και να διανοίγει τα πεδία της ενσώματης υποκειμενικότητας, των κοινωνικών σχέσεων και του πολιτικού σε νέες απροσδόκητες επιτελέσεις. Για να το διατυπώσουμε ακόμη πιο συγκεκριμένα, ενώ η επιθυμία εμπλέκεται με νόρμες που αφορούν το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την κοινωνική τάξη και το έθνος, εν τούτοις πρακτικές επιθυμίας ενδέχεται να υπονομεύουν αυτές τις ιεραρχικές και κανονιστικές διευθετήσεις εξουσίας.


VIII. Έξοδος;

Φουκώ: “Εκείνο που ξεχωρίζει τη μια από την άλλη, την ανάλυση που γίνεται με βάση την καταστολή των ενστίκτων από εκείνη που γίνεται με βάση τον νόμο της επιθυμίας […] δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται καθεμία την εξουσία. Και η μία και η άλλη προσφεύγουν σε μια κοινή ιδέα για την εξουσία που, ανάλογα με τη χρήση που της γίνεται και τη θέση που της αναγνωρίζεται σε σχέση με την επιθυμία, οδηγεί σε δύο αντίθετες συνέπειες: είτε στην υπόσχεση μιας «απελευθέρωσης», αν η εξουσία δεν έχει πάνω στην επιθυμία παρά μια επιφανειακή επιβολή, είτε, αν είναι συστατική της ίδιας της επιθυμίας, στον ισχυρισμό: είσαστε πάντα παγιδευμένοι από τα πριν.” (104)


Αθηνά Αθανασίου, Ορέστης Κωνσταντάς

 

Βιβλιογραφία

Φουκώ, Μισέλ, Ιστορία της σεξουαλικότητας : Η δίψα της γνώσης, Αθήνα : Κέδρος, 1978.

Φρόυντ, Σίγκμουντ, Η ερμηνεία των ονείρων, Αθήνα : Επίκουρος, 1993.

Χομπς, Τόμας, Λεβιάθαν ή Ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής και λαϊκής πολιτικής κοινότητας, Αθήνα : Γνώση, 2006.


Το πρόγραμμα:

τοπικά ιστ΄
Εργαστήριο Πύργου Τήνου

Πέμπτη 28 Αυγούστου

14.00-17.30

Γιώργος Σαγκριώτης, Η αρχή και το τέλος της επιθυμίας: από τον Χομπς στον Φρόυντ.
Γεράσιμος Στεφανάτος, Eπιθυμία: περιπέτειες μιας έννοιας.
Δήμητρα Σγουρούδη,Η έννοια της επιθυμίας.
Κωνσταντίνος Τσαλακός, Humor, Tumultus, Lex: η ιδιαιτερότητα της μακιαβελιανής επιθυμίας.
Γεράσιμος Κουζέλης, Επιθυμώντας το ανεπιθύμητο.

18.00-21.20

Αλίκη Κοσυφολόγου, Η επιθυμία της ορατότητας ως λόγος χειραφέτησης: Παραδείγματα από τα δέκα χρόνια
διοργάνωσης του Athens Pride.
Μαρίνα Μαροπούλου, Διαλέγοντας να αγαπάς με τα μάτια ενός άλλου: η κατά Ρενέ Ζιράρ θεωρία της μιμητικής
επιθυμίας στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ.
Σωζήτα Γκουντούνα, Ο Θάνατος ως Επιθυμία:  Οι Επτά Θάνατοι της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
Θανάσης Μουτσόπουλος, Η επιθυμία είναι σε αναμονή: Ιστορίες της Κοιμωμένης μέσα από ψηφιακά έργα 
της Πελαγίας Κυριαζή.
Νικόλας Τσαφταρίδης, Θα ήθελα να παίζω πιάνο.

Παρασκευή 29 Αυγούστου

10.00-11.20

Ειρήνη Αβραμοπούλου, Μεταξύ βιοπολιτικής και θανατοπολιτικής: Η επιθυμία ως βιώσιμος θάνατος.
Αθηνά Αθανασίου, Επιθυμία, εξουσία και το φα(ντα)σματικό υποκείμενο.

11.20-12.40

Γιώργος Φαράκλας, Ο διχασμός της ερωτικής επιθυμίας.
Αντώνης Καλατζής, Ελευθερία και Επιθυμία: Για το συστημικό θεμέλιο της εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου.

13.00 :  Επίσκεψη στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας

15.30-18.50

Μιχάλης Μπαρτσίδης, Επιθυμία και Αγάπη στον Σπινόζα.
Άννα Μπουκουβάλα, Μ. Σπινόζα: επιθυμώ σημαίνει ετεροκαθορίζομαι ή είμαι ο εαυτός μου;
Μαρία Πουρνάρη, Επιθυμία, πεποίθηση και λόγος στον Ντέιβιντ Χιουμ.
Ελένη Ρούμκου, Το ζήτημα της επιθυμίας στον Ντελέζ.
Έλενα Τζελέπη, Κριτική και επιθυμία.

19.00-21.00

Προβολή
Ερωτική επιθυμία (In the mood for love) του Γουόνγκ Καρ Βάι, 98', Χονγκ Κονγκ – Γαλλία
Σχολιασμός: Έρη Κούρια

Σάββατο 30 Αυγούστου

10.00-12.00

Ελένη Λεοντσίνη, Έρως, επιθυμία και κοινότητα στην αρχαία ελληνική πολιτική θεωρία.
Βάλια Δημοπούλου, Επιθυμία και αυτοϊκανοποίηση, η πρώτη αρχή του αριστοτελικού σύμπαντος.
Μαγαδαληνή Τσεβρένη, Επιθυμία και βούληση. Η διαμάχη διάνοιας και βούλησης στον ύστερο Μεσαίωνα.

12.00-14.00

Βαγγέλης Ιντζίδης, Οι άλλοι χάρτες της εκπαίδευσης.
Κώστας Κανάκης, Η σεξουαλικότητα ως επιθυμία στην γλωσσολογική ανάλυση λόγου.
Κατερίνα Μελισσινού, «Αραθυμιά».

16.00- 18.00

Χρυσούλα Μητσοπούλου, Ανρί Λεφέβρ: η καθημερινή ζωή ανάμεσα στην ανάγκη και στην επιθυμία.
Τίνα Βαρδαλάχου, Σπίτι: ... μια παιδική πεποίθηση.
Ορέστης Κωνσταντάς, Επιθυμία στα χρόνια της μητρόπολης.

21.30
Δυσανατολία
Συναυλία στη «ΓΛΑΥΚΗ»