ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά ιγ΄: Σύνορα/ Όρια

 

Προσδιορίζοντας κάτι ως όριο, το έχουμε ήδη υπερβεί. 

Xέγκελ, Eπιστήμη της Λογικής

 

Pre-liminaria

Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα το πρόβλημα των συνόρων και των ορίων, σε όλη την πολλαπλότητα των κυριολεκτικών και μεταφορικών σημασιών τους, εμφανίζεται με οξύτητα στο προσκήνιο, τόσο των πολιτικών συγκρούσεων και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, όσο και των αναζητήσεων των θεωρητικών επιστημών. Είτε αφορά στην εδαφική, εθνική, πολιτιστική ή γλωσσική διάσταση, είτε στις ανεξάντλητες μεταφορικές αναφορές των συνόρων και των ορίων, ο λόγος περί αυτών περνά σήμερα μία περίοδο απολογισμού και έντονης αναθεώρησης. 

Ως κρίσιμο διακύβευμα ο καθορισμός συνόρων και η χάραξη ορίων συνοδεύει τη νεωτερικότητα από τη γέννησή της. H ανάδυση των εθνικών-κρατικών σχηματισμών με τη συνακόλουθη απαίτηση γεωγραφικής –και όχι μόνο– οριοθέτησής τους, επικαθορίζει τη συνάφεια μεταξύ της κυριολεξίας του συνόρου και της μεταφορικής χρήσης του ορίου σε ολόκληρο το φάσμα του θεωρητικού και πρακτικού λόγου. Tα ειδικά νεωτερικά χαρακτηριστικά των εννοιών σύνορο και όριο είναι εμφανή στο λόγο που συγκροτείται μέσω μοντέλων και μεταφορών του χώρου. Aυτός ο λόγος, όπως αποτυπώνεται στην πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία των ευρωπαϊκών κρατικών μορφωμάτων, αναδεικνύει το, πολλές φορές άρρητο, πολιτικό φορτίο, που συμπυκνώνεται στην ευρύτερη χρήση της έννοιας του συνόρου.

Ήδη στην προσωκρατική φιλοσοφία το όριο θεματοποιείται ως προϋπόθεση της αντίληψης και της γνώσης, ενώ η διαφορά ως γνωσιοθεωρητικό και οντολογικό πρόβλημα, σύμφυτο με τη χάραξη ορίων, αποτελεί, από τη πλατωνική διαίρεση και μετά, ένα από τα κατ΄ εξοχήν εννοιολογικά διακυβεύματα της δυτικής σκέψης. Tο ίδιο άλλωστε ισχύει και για μία σειρά άλλων εννοιών, των οποίων ο προσδιορισμός μετέρχεται αναγκαστικά του ορίου ή του συνόρου, όπως χώρος, πέρας, άπειρο ή ακόμη και εμπειρία, νόηση, Λόγος κοκ. H αντίληψη περί συνόρων ή ορίων είναι όμως κρίσιμη όχι μόνο αναφορικά με μεμονωμένες έννοιες, αλλά επανανοηματοδοτεί, όπως στην περίπτωση του διπόλου χώρος-τόπος, το συσχετισμό τους και μέσω αυτού αποτυπώνει τις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες που κάθε φορά οδηγούν στη διαμόρφωσή τους.

Eπειδή δεν είναι δυνατό να ενταχθεί το σύνολο του ιστορικού και συστηματικού φάσματος του προβλήματος στο εργαστήριο των τοπικών, η στόχευσή του εστιάζεται στη νεωτερική οπτική του ζητήματος και τις μεταπτώσεις της, χωρίς εντούτοις να θέτει εκτός πεδίου την αναφορά στις εννοιακές καταβολές, όταν η συλλογιστική την καθιστά αναγκαία.

 

Γεωγραφία – Κοινωνία – Πολιτική
  • Σχέση γεωγραφικών και κοινωνικών χώρων

Οι τόποι δεν υπάρχουν «φυσικά», διαμορφώνονται μέσα από την αλληλεπίδραση, μέσα από κοινωνικο-πολιτικές και πολιτισμικές διαδικασίες. Ο εγκλεισμός / σύνορο είναι καθοριστικός για τη διαμόρφωση ενός τόπου, όπως και η κινητικότητα / διάβαση, όχι μόνο γιατί κατασκευάζει τον τόπο μέσα από επαναλαμβανόμενες διασυνδέσεις που δημιουργεί, αλλά και γιατί κάποιες μετακινήσεις ορίζονται ως εσωτερικές/εξωτερικές.

Η διαμόρφωση εθνών-κρατών και η παγκοσμιοποίηση σηματοδοτούν μεταβολές στη χωρική μορφή/κλίμακα της κοινωνικής οργάνωσης και δράσης που ευνοούν κάποιους και αποδυναμώνουν άλλους.

 

  • Χωρικές μεταφορές στις κοινωνικές επιστήμες

Ο χώρος λειτουργεί ως κεντρική οργανωτική αρχή στις κοινωνικές επιστήμες, παράλληλα όμως «εξαφανίζεται» από την αναλυτική τους οπτική.

Οι αναπαραστάσεις του χώρου στις κοινωνικές επιστήμες εξαρτώνται από εικόνες ρωγμών, ασυνέχειας και διαχωρισμών. Η διακριτότητα των κοινωνιών, των εθνών και των πολιτισμικών συστημάτων βασίζεται δηλαδή σε μια φαινομενικά «φυσική» διαίρεση του χώρου, στο γεγονός ότι καταλαμβάνουν «φυσικά» ασυνεχείς χώρους. Αυτή η προϋπόθεση της ασυνέχειας συγκροτεί την αφετηρία από την οποία προσεγγίζουμε τις επαφές/σχέσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις μεταξύ κοινωνιών και πολιτισμικών συστημάτων.

 

  • Ιστορία-ιστορικότητα εδαφικών συνόρων

Μόνο κατά τη νεότερη εποχή τα σύνορα χάραξαν εδαφικές περιοχές με αποκλειστική κυριαρχία. η επιτήρησή τους καθιερώθηκε πολύ αργότερα. Τα έθνη-κράτη έκαναν αιώνες να αναγνωριστούν ως γεωγραφικές μονάδες για νόμιμη πολιτική ρύθμιση κοινωνικών χώρων. Η ανάπτυξη από το κράτος υποδομών και θεσμών που προσέφεραν οφέλη στους πολίτες και σταματούσαν στα όρια της επικράτειας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση της πραγματικής και συμβολικής σημασίας των συνόρων.

Η ύστερη νεοτερικότητα χαρακτηρίζεται από προκλήσεις στη δυνατότητα των κρατών να υψώνουν και να διατηρούν σαφή και αποτελεσματικά σύνορα, από την εμφάνιση ή την ενδυνάμωση μορφών αλληλεγγύης και δραστηριοτήτων που υπερβαίνουν τα σύνορα. Διεθνικές μορφές οργάνωσης και διεθνικοί δεσμοί που ενδυναμώνουν ομαδοποιήσεις που διασχίζουν τα εδαφικά σύνορα εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι διαδικασίες αυτές τροφοδοτούν τις θεωρητικές αναζητήσεις της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας («διακινδύνευση», «δικτύωση» κ.λπ.).

Παρατηρείται μια μετατόπιση της βαρύτητας των γεωγραφικών/εδαφικών συνόρων προς όφελος πιο διάχυτων θεσμοποιημένων μορφών ύψωσης συνόρων (π.χ. αστυνόμευση στα προάστια του Παρισιού);

 

  • Ταύτιση του κοινωνικού με τον εθνικό χώρο

Σταδιακά κατά τη νεότερη εποχή αναδύθηκε και επικράτησε η ιδέας μιας διακριτής, περιχαρακωμένης και ενιαίας κοινωνίας, μιας κοινωνίας που θεωρείται αυτάρκης μονάδα με σαφή σύνορα, με διακριτή ταυτότητα, πολιτισμό και θεσμούς. Αναπτύχθηκε η αντίληψη ότι ο κόσμος απαρτίζεται από διακριτές κοινωνίες, κάθε μια από τις οποίες έχει δικαίωμα στον «αυτοπροσδιορισμό», δική της κυβέρνηση, οικονομία και αυτόνομη πολιτισμική οντότητα. Ποιο είναι όμως το υποκείμενο που «αυτοπροσδιορίζεται»; Πώς ορίζεται/οροθετείται η «κοινωνία»;

Σήμερα τα έθνη-κράτη είναι αποδεκτά ως θεσπίσεις/αναπαραστάσεις του γεωγραφικού και ταυτόχρονα του κοινωνικού χώρου; Το κυρίαρχο πλαίσιο αναφοράς και προσέγγισης του κοινωνικού χώρου εξακολουθεί να είναι η εθνική κοινωνία; Κριτική του μεθοδολογικού εθνικισμού.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες ισχυροποιήθηκαν οπτικές που εμμένουν στη διασύνδεση των χώρων, που τονίζουν ότι οι χώροι υπήρξαν πάντα ιεραρχικά συνδεδεμένοι, που επιχειρούν να κατανοήσουν τη διαφορά μέσω της σύνδεσης. Αμφισβητούν έναν κόσμο χωριστών και διακριτών «κοινωνιών», «λαών» και «κουλτούρων», και εξετάζουν τις σχέσεις που παράγουν τη διαφορά, τους μηχανισμούς κατασκευής των διαφορών ιστορικά. Αναδεικνύοντας την χωρική κατανομή ιεραρχικών σχέσεων εξουσίας επιχειρούν να κατανοήσουν τις διαδικασίες μέσω των οποίων ο χώρος αποκτά μια διακριτή ταυτότητα μετατρεπόμενος σε τόπο. Εξετάζουν τα σύνορα ως θεσπίσεις/αναπαραστάσεις της εξουσίας στον πλανήτη.

Η αναθεώρηση των προσεγγίσεων του χώρου συμβαδίζει με μια γενικότερη συζήτηση σχετικά με την ίδια την έννοια και τις ιδιότητες της κοινότητας. Εάν η ύπαρξη κοινοτήτων μοιάζει να αποτελεί μια σταθερά της ζωής του ανθρώπου, οι διαδικασίες συγκρότησής τους διαφέρουν στο χώρο και το χρόνο. Μέχρι πρόσφατα η οροθέτηση χωρικών συνόρων έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους, ανεξάρτητα από το εάν επρόκειτο για κοινότητες που απέρρεαν από την αλληλογνωριμία και την άμεση διάδραση, είτε για τις ευρύτερες και πιο αφηρημένες εθνικές «φαντασιακές κοινότητες». Σήμερα, πολλοί υποστηρίζουν ότι η σχετική αυτονόμηση του χώρου από το χρόνο, χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις στους τομείς των επικοινωνιών, της πληροφόρησης και των μεταφορών, μεταβάλλει τις σχέσεις των ανθρώπων με τον τόπο. οι νέες τεχνολογίες επέτρεψαν την ενδυνάμωση δεσμών και δικτύων που δεν εξαρτώνται από τη γεωγραφική γειτνίαση και διευκόλυναν τη διαμόρφωση νέων τρόπων διαχείρισης της απόστασης και του συνανήκειν σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον. Παρατηρούνται δηλαδή, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τάσεις χαλάρωσης του δεσμού μεταξύ του τόπου και της συγκρότησης συλλογικών υποκειμένων και πολιτισμικών συστημάτων, ή αλλιώς, τάσεις ανάπτυξης συλλογικών ταυτοτήτων και μορφών αλληλεγγύης που δεν βασίζονται στην οικειοποίηση ενός περιχαρακωμένου χώρου.

Σημειώνεται μια μεταστροφή του βλέμματος από το εθνικό στο πλανητικό επίπεδο και από τις ομάδες στα δίκτυα. Αντικατάσταση κοινότητας από δίκτυο;

Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώθηκε ένας προβληματισμός -ο οποίος συμβαδίζει με την άνθηση της φιλολογίας περί παγκοσμιοποίησης και διεθνικότητας (transnationalism)- γύρω από τη συγκρότηση κοινοτήτων με την ανάπτυξη διαδικασιών ταύτισης και δεσμών αλληλεγγύης που συνδέουν άτομα ή πληθυσμούς -οι οποίοι αναφέρονται πάντως συχνά σε μια κοινή κοιτίδα ή καταγωγή- διασκορπισμένους στον πλανήτη (π.χ. μεταβολές στα Συντάγματα και στο δίκαιο ιθαγένειας ορισμένων κρατών αποστολής με τη θέσπιση εξω-εδαφικών πολιτικών δικαιωμάτων). Οι θεωρήσεις αυτές απηχούν συνολικότερους μετασχηματισμούς στην εννοιολόγηση του έθνους σε ορισμένα κράτη. σε αυτά γίνεται, εν μέρει τουλάχιστον, αποδεκτό το ενδεχόμενο απόκλισης εθνικού πληθυσμού, πολιτικής κοινότητας και εδαφικής κυριαρχίας. αναγνωρίζεται, όχι χωρίς ισχυρότατες αντιδράσεις, ότι οι πολίτες δεν είναι απαραίτητο να υπάγονται στην κυριαρχία ενός μόνο κράτους, ούτε να ανήκουν αποκλειστικά σε μια εθνική κοινότητα. καθίσταται νοητή δηλαδή η δυνατότητά τους να είναι αφοσιωμένοι σε πάνω από μία εθνική και πολιτική κοινότητα καθώς και της συνύπαρξης πολλαπλών ταυτοτήτων. Με τη διευκόλυνση της διατήρησης δεσμών από απόσταση που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, η εθνική ταυτότητα, η συμμετοχή στην πολιτική ζωή, αλλά και ο εθνικισμός, αποσυνδέονται μερικώς -ίσως ευκολότερα από ό,τι άλλοτε- από την εδαφικότητα και την κρατική κυριαρχία σε ορισμένα μέρη. Έτσι, στις εν λόγω περιπτώσεις, η επίκληση μιας καταγωγής ή μιας πολιτισμικής κληρονομιάς -ως δείγμα της επιθυμίας του συνανήκειν σε μια κοινότητα- μετατρέπεται σε ένα από τα ισχυρά από-εδαφοποιημένα κριτήρια εισδοχής στο έθνος και στην πολιτική κοινότητα εις βάρος των γεωγραφικά προσδιορισμένων.

  • Τα σύνορα/όρια της πολιτικής κοινότητας

Πώς συγκροτείται η πολιτική κοινότητα; Υπάρχει πολιτική κοινότητα χωρίς σύνορα και συλλογική ταυτότητα; Υπάρχει πολιτική κοινότητα χωρίς εσωτερική ενσωμάτωση/συνένωση/συνοχή και εξωτερική διαφοροποίηση, χωρίς κοινή «γλώσσα» εσωτερικής επικοινωνίας και κοινό/δημόσιο λόγο; Μπορεί μια πολιτική κοινότητα να μην είναι περιχαρακωμένη, να εκτείνεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο της ανθρωπότητας; Υπάρχει δημοκρατία χωρίς δομές συνοχής/ενσωμάτωσης, κοινωνική αλληλεγγύη και κοινό αίσθημα ανήκειν; Πώς παράγεται και αναπαράγεται η αλληλεγγύη; Τι συνδέει/δένει ανθρώπους υπερβαίνοντας τις διαφορές τους και τη σύγκρουση/απόκλιση των συμφερόντων τους.

 

  • Τα σύνορα ως ταξικά φαινόμενα

Αμφισβήτηση του ιστορικού συσχετισμού των ταξικών δομών με τα εθνικά κράτη. Οι κοινωνικές τάξεις καθορίζονται σήμερα αποκλειστικά στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων ή αναδύεται μια παγκοσμιοποίηση των τόπων άσκησης εξουσίας και των σχέσεων/μορφών κυριαρχίας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Διεθνοποίηση των ελίτ και εμμονή των κατώτερων κοινωνικά ομάδων στην «αυτοχθονία»; Άνιση πρόσβαση στον «κοσμοπολιτισμό». Η «αυτοχθονία», οι «ρίζες» σε μια πολιτισμική παράδοση και οι κοινοτικές κοινωνικές σχέσεις ως βάσεις για τη συλλογική αντίσταση στην ανισότητα ή/και διεθνείς πόροι των κατώτερων κοινωνικά ομάδων;

 

 Aπό την κυριολεξία στη μεταφορά
  •  Εννοιολογικά σύνορα/όρια

Η εννοιολόγηση συνίσταται σε οροθετήσεις. Στις παραδοσιακές επιστημολογίες οι έννοιες δεν είναι παρά λέξεις σαφώς ορισμένου νοήματος, η απόδοση του αναφερόμενου στην έννοια αποτελεί ζήτημα ορισμού. Οι έννοιες είναι όροι. Κατά προέκταση, κάθε επιστημολογικά ισχυρή μεθοδολογία δεν είναι παρά ένα σύνολο οροθετήσεων και, επομένως, οι κανόνες σύνορα. Οι διακρίσεις (ως χάραξη συνόρων) που συγκροτούν το εννοιολογικό πλαίσιο των επιστημών αναδεικνύουν το θέμα της σχέσης και, συχνά, της έντασης μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών ή πόλων. Tο γεγονός αυτό χαρακτήρισε τις έντονες συζητήσεις σχετικά με τα όρια (τη θεμελίωση αλλά και τις συνέπειες της χάραξής τους) μεταξύ π.χ. φύσης και πολιτισμού, κράτους και κοινωνίας, ιδιωτικού και δημοσίου, οικονομίας και πολιτικής κλπ.

Ακόμη πιο έντονη υπήρξε όμως η συζήτηση γύρω από τους όρους που αναδεικνύουν και νομιμοποιούν τις αξιώσεις του εκάστοτε επιστημονικού λόγου, γύρω από τη διάκριση μεταξύ γνώσης και άγνοιας, αληθούς και ψευδούς, ορθότητας και πλάνης, επιστήμης και μεταφυσικής ή ιδεολογίας, ορθού λόγου και ανορθολογισμού. Όπως συνέβη και με τις προηγούμενες, έτσι και αυτές οι διακρίσεις στηρίχθηκαν αρχικά σε αυστηρές οροθετήσεις και θεωρήθηκαν καθαρές, μη αναγώγιμες και καθολικής ισχύος. Mετά τα μέσα του 20ου αιώνα έδωσαν όμως τη θέση τους σε πιο «σχετικοποιημένες» χαράξεις, που αναγνωρίζουν το συμβατικό των ορίων (την εξάρτησή τους από κοινωνικούς και πολιτισμικούς ορισμούς) και εν τέλει σε προσπάθειες αποσταθεροποίησης ή και άρσης τους.

Η ασάφεια και ρευστότητα των ορίων, η μεταβολή και η διαπερατότητά τους έγιναν τα κρίσιμα αντικείμενα έρευνας. Έτσι η συμβολή της άγνοιας στη μάθηση, η συστηματικότητα της πλάνης, η αναγκαιότητα του γνωστικού εμποδίου, η αποδεικτική ισχύς της διάψευσης, η ιδεολογική φόρτιση ως κίνητρο γνωστικού διαφέροντος, η με αξίωση επιστημονικότητας συγκρότηση κλάδων που καλύπτουν το άλογο κ.ο.κ. αποτελούν τάσεις και δυναμικές απόρριψης της εμμονής στο απόλυτο όριο και εκμετάλλευσης της παραγωγικότητας των μεταβάσεων.

Μια ολόκληρη παράδοση στράφηκε προς αυτές τις «διασυνοριακές» κινήσεις και ανταλλαγές, θεματοποιώντας τις πολλαπλές στιγμές θέσης και άρσης των ορίων, ενίσχυσης και αμφισβήτησης των κριτηρίων κατάταξης στο εδώθεν και το εκείθεν των εκάστοτε επιστημολογικών συνόρων. Σαν όλα να συμβαίνουν στο «κατώφλι», στον «συνοριακό σταθμό», κάτω από την «μπάρα». Γιατί τα κατώφλια αυτά έχουν ιοστορικό χαρακτήρα κι επομένως η πραγματική τους διαμόρφωση δεν εξαρτάται μόνο από οροθετήσεις «επί χάρτου». Το κατώφλι συγκρότησης οποιουδήποτε επιστημονικού κλάδου, οποιουδήποτε εννοιολογικού πλαισίου είναι και σταυροδρόμι στο οποίο συναντώνται και τέμνονται διαφορετικές ιστορικές γραμμές, λόγοι και πρακτικές διαφορετικής προέλευσης.

Ως προς την πορεία της επιστημονικής γνώσης τα πράγματα εμφανίζονται όμως διαφορετικά. Η ασφάλεια της συνέχειας μιας προοδεύουσας επιστήμης έχει δώσει τη θέση της σε διαφορετικές θεωρήσεις της ασυνέχειας. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αντίρροπη κίνηση;

Το κεντρικότερο βεβαίως ερώτημα είναι εκείνο που αφορά τη σχέση μεταφοράς και κυριολεξίας ως προς τη χρήση των «συνόρων» σε αυτά τα συμφραζόμενα. Υπάρχει κάποια προνομιούχος σχέση μεταξύ της χωρικής μεταφοράς και της διαμόρφωσης του αντικειμένου της γνωσιοθεωρίας, της επιστημολογίας και της μεθοδολογίας των επιστημών; Συνδέεται πράγματι ή μόνο μεταφορικά η διάκριση χωρών και εθνών με επιστημολογικές διακρίσεις, υπάρχει εδώ μια κοινή μεθοδολογική και ιστορική αναφορά; Μια ιδιαίτερη στιγμή αυτής της προβληματικής μπορεί να αποτελέσει η πραγματική τομή μεταξύ χωρικού και γνωστικού, εκεί που τα γεωγραφικά σύνορα γίνονται και όρια μεταξύ σχολών ή φιλοσοφικών και επιστημονικών παραδόσεων (βλ. τη διάκριση μεταξύ «ηπειρωτικού» και αναλυτικού τρόπου, ή μεταξύ του αγγλοσαξονικού και του γερμανικού ή γαλλικού «πνεύματος» στις κοινωνικές επιστήμες, την εν πολλοίς «εθνική» παράδοση ή την διαφοροποιημένη σχέση «εθνικής» και «διεθνούς» διάστασης μιας επιστημονικής κοινότητας).

  • Iστορική σημασιολογία και πραγματολογία

Τόσο για την απλή εμπειρία όσο και για την φιλοσοφική παράδοση, προΰπόθεση της γνώσης αποτελεί η οροθέτηση οντοτήτων, ενώ η διαδικασία διαφοροποίησης της χαώδους πολλαπλότητας συνιστά σημαίνον ειδοποιό χαρακτηριστικό της κάθε μιας γνωσιοθεωρητικής προσέγγισης. Ιδρυτική πρόταση της νεωτερικής προκείμενης αναφορικά με το διαχωρισμό είναι το σπινοζικό deteminatio est negatio. Η κατάφαση αυτής της θέσης ή η διαφοροποίηση προς αυτή διαμορφώνουν τη συγκρότηση εννοιών που ενέχουν το όριο ως ουσιώδη προσδιορισμό (άπειρο, περατότητα, χώρος, χρόνος, τέλος, κοκ). Εν τούτοις, τα όρια και η οροθέτηση δεν αποτελούν ιδιαίτερο φιλοσοφικό αντικείμενο αλλά αναδύονται ως προνομιακό μέσο της νοητικής, πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης της εποχής που ο Φουκώ ονομάζει κλασσική. Το χαρακτήρα της μορφοποιεί το πρόταγμα χωροθέτησης που διαπερνά όχι μόνον τις επιστημονικές πρακτικές αλλά καθορίζει αποφασιστικά την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα.

Το τεράστιο φάσμα των μεταφορικών χρήσεων του ορίου περιπλέκει την αναζήτηση μιας ενδεχόμενης κοινής αναφοράς σε ένα ενιαίο σημαίνον, καθώς οι μεταφορές συχνά εγκαθιδρύουν συγγένειες νοήματος, χωρίς αυτές να υπάρχουν στα πράγματα. Από την άλλη πλευρά όμως, ακριβώς επειδή αυτή η επιτέλεση νοηματικών συνδέσεων, σε σύγκριση με την εξέλιξη των εννοιών, υπαγορεύεται καθοριστικά από ιστορικούς παράγοντες, παρέχει μία προνομιακή πρόσβαση σε παρελθόντες ορίζοντες νοήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου ορίζοντα είναι η πολιτική γεωμετρία  ως συνάφεια μεταξύ κρατικής-εθνικής υπόστασης και αντίληψης του χώρου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, σε αυτό το πλαίσιο, ο εντοπισμός της παραγνώρισης της μεταφορικής χρήσης ως εννοιακής κατασκευής, του φαινομένου δηλαδή που ο Μπλούμενμπεργκ αποκαλεί μεταφορικό ρεαλισμό. Όταν ένα σύνορο ή ένα όριο εκλαμβάνονται ως κυριολεξίες, μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένες αναγωγές σχετικά με το περιεχόμενο της κατασκευής που εκφράζουν. Kατά συνέπεια, η εξέταση της κυριολεκτικής ή μεταφορικής εννόησης των συνόρων και των ορίων αποκτά κρίσιμη σημασία στην προοπτική της ανασύστασης της συστηματικής συνάφειας που οδηγεί στη χάραξή τους.

Η καταστατική δυσκολία να επιτευχθεί η εκτατική περιχαράκωση των εννοιών του συνόρου και του ορίου είναι ομόλογη με το πρόβλημα του εδαφικού ορισμού τους. Με δεδομένο ότι το σύνορο ή το όριο δεν μπορούν ποτέ να νοηθούν αφ΄εαυτών αλλά μόνο ως προς μία αναφορά ή ένα αντικείμενο, το εν λόγω πρόβλημα είναι δυνατόν να εξετασθεί μόνον στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης αναφοράς και όχι αφαιρετικά. Κατ΄ εξοχήν ζήτημα στο οποίο παρουσιάζονται οξυμένες οι εν λόγω δυσκολίες αποτελούν το ανθρώπινο υποκείμενο και οι δυισμοί μέσω των οποίων συνήθως προσλαμβάνεται στα νεωτερικά συμφραζόμενα (ψυχή – σώμα, συνείδηση – ασυνείδητο, φυσικό ον – κοινωνικό ον, κλπ).

H θεώρηση των συνόρων και των ορίων δεν αποτελεί όμως προνόμιο των συλλογιστικών πρακτικών. Eφόσον, για παράδειγμα, η αναπαράσταση του υποκειμένου αποτέλεσε μείζον ζητούμενο της νεωτερικής τέχνης, η καλλιτεχνική έκφραση σε όλες τις εκδοχές της μπορεί να συνεισφέρει εξ ίσου στην κατανόηση της προβληματικής των οροθετήσεων – μια κατανόηση που δεν συντελείται μόνον γνωστικά παρά μπορεί να προκύπτει και ως αισθητικό αποτέλεσμα.                                         

 

Λίνα Bεντούρα, Δημήτρης Kαρύδας, Mάκης Kουζέλης


Το πρόγραμμα:

τοπικά ιγ΄
Eργαστήριο Πρεσπών
17-21 Iουνίου 2009

ΤΕΤΑΡΤΗ 17.6.09
ΒΡΑΔΥ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – ΣΥΝΑΥΛΙΑ: Αγ. Γερμανός


ΠΕΜΠΤΗ 18.6.09
ΠΡΩΪ

Κωστής Χατζημιχάλης, Όρια, εδαφοκυριαρχία και κοινωνικός έλεγχος.
Μαρίνα Μαροπούλου, Στην «άκρη του κόσμου» άλλοτε και τώρα.
Δέσποινα Γκιρτή, Τοπία σε μετάβαση: τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Αλβανίας και F.Y.R.O.M.
Γιώργος Τσιμουρής, Οριακές ζωές: οριοθετήσεις του έθνους-κράτους απ’ τους ‘εκτός’ εντός των συνόρων του.
Γιώργος Σαγκριώτης, Η γη, η νομή και ο νόμος: Περί ορίων και συνόρων στην πολιτειολογία.


ΑΠΟΓΕΥΜΑ

ΕΚΔΡΟΜΗ

Κατερίνα Βλαντώνη και Τέλης Τύμπας, Τεχνολογικά Όρια, Εθνικά Σύνορα: Ευρώπη, Βαλκάνια, Ελλάδα.
Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Τα όρια της διάρκειας και τα σύνορα των κοινωνικών επιστημών.
Θεοδόσης Νικολαϊδης, Η Γιορτή και το Όριο του Ανθρώπινου.
Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Οριενταλισμός στα όρια ή κριτική κατανόηση;
ΣΥΝΑΥΛΙΑ: Ψαράδες


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19.6.09
ΠΡΩΪ

Σίσσυ Θεοδοσίου, Τα όρια της οριακότητας ή τι έχουν να μας πουν οι Ρόμα γι’ αυτά.
Δημήτρης Χριστόπουλος και Λάμπρος Μπαλτσιώτης,, Tα μεταβαλλόμενα όρια της ετερότητας.
Όλγα Λαφαζάνη και Γιώργος Μανιάτης, Μετανάστευση και Σύνορα / Όρια.
Nτίνα Βαΐου, Διαδρομές και όρια. Από το Ελμπασάν στην Αθήνα.
Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν, Παγκοσμιοποίηση και διασυνοριακή αγορά εργασίας: η νέα σημασία των ορίων.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ 
Λίνα Βεντούρα
Δημήτρης Καρύδας
Γεράσιμος Κουζέλης

Μάρκος Τσέτσος, Ο Adorno και η αντινομίες του εθνικού στη μουσική.
Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Νικόλας Τσαφταρίδης, Αυτοσχεδιασμός “vs” Σύνθεση: Ζητήματα διάκρισης –
εκπαιδευτικές προοπτικές.


ΣΑΒΒΑΤΟ 20.6.09
ΠΡΩΪ

Κύρκος Δοξιάδης, Για την έννοια της «εργασίας επί των ορίων μας» του Foucault.
Γιάννης Μίχος, Η τιμώρηση, τα όρια και ο ορίζοντας.
Σταύρος Σταυρίδης,Τα όρια του χώρου.
Δήμητρα Μακρυνιώτη, Τα κινούμενα σύνορα της ύπαρξης: ζωή, θάνατος, γηρατειά.
Σοφία Βιδάλη, Τα όρια της πόλης: μετασχηματισμοί και μεταμορφώσεις του κοινωνικού ελέγχου.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Διονύσης Καψάλης, Η ανεύρετη χώρα. Ο προβληματισμός για τα όρια στον Άμλετ του Σαίξπηρ.
Γιάννης Βογιατζής, Το Καταφύγιο και η Σιωπή. Τα όρια υποκειμένου/αντικειμένου στην ποίηση του Κ. Γ.
Καρυωτάκη
Ανδρέας Ιωαννίδης, Tα όρια της εικαστικής φόρμας.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος,H φρίκη της Μαργαρίτας. 

ΣΥΝΑΥΛΙΑ-ΠΑΡΤΥ: Μαρμαράδικο

ΚΥΡΙΑΚΗ 21.6.09
ΠΡΩΪ

Βίκυ Ιακώβου, Τα όρια της ουτοπίας.
Παντελής Μπασάκος, Petrus Ramus: η οροθέτηση της ρητορικής και της διαλεκτικής.
Γιάννης Σταυρακάκης, Για μία τοπoλογία του πολιτικού.
Γιώργος Φαράκλας, To όριο ως ποιότητα στον Έγελο.