Η παραγωγή και η μετάδοση της γνώσης
Tο πέμπτο εργαστήριο των τοπικών πραγματοποιήθηκε στο Pέθυμνο τον Νοέμβριο του 1994. Όπως υπογραμμίστηκε στην πρόσκληση προς τους ενδιαφερόμενους, η παραγωγή και η μετάδοση της γνώσης είναι αλληλένδετες όψεις κάθε γνωστικής διαδικασίας. Mια γνώση που δεν μεταδίδεται δεν οδηγεί πουθενά και χάνεται.Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία της μετάδοσης εμπεριέχει στοιχεία παραγωγής. Η αναπαραγωγή, που διασώζει κάθε είδος γνώσης από τη λήθη, είναι ταυτοχρόνως στοιχείο μετασχηματισμού της γνώσης, δηλαδή παραγωγή νέας γνώσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Πρωταρχικός σκοπός των ιδρυμάτων αυτών ήταν η συγκέντρωση και η διαφύλαξη μεγάλου μέρους της ελληνικής γραμματείας. Ωστόσο, για να καταστεί χρηστικός, ο συγκεντρωμένος πλούτος χρειαζόταν συντήρηση, αποκατάσταση και ταξινόμηση. Η ίδια η διάσωση των συγγραμμάτων με διαρκείς αντιγραφές και “διορθώσεις” οδηγούσε στον σταδιακό μετασχηματισμό του περιεχομένου τους. οδηγούσε παράλληλα στην παραγωγή νέων σχολίων, παρατηρήσεων ή ερμηνευτικών σημειώσεων. Συνήθως έχουμε πρόσβαση στις διαμεσολαβημένες μορφές των κειμένων. Κάποτε πάλι, οι σωζόμενες πηγές μας επιτρέπουν τη σύγκριση ανάμεσα στο αρχικό προϊόν και την εκδοχή που προέκυψε ύστερα από την παρέμβαση των μηχανισμών της μετάδοσης.
H έρευνα ωστόσο είναι συχνά μονομερής. Oι μελέτες γύρω από τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τη θρησκεία, τις ιδεολογίες, τις νοοτροπίες και την πρακτική σοφία που συσσώρευσε η αρχαιότητα εστιάζονται κυρίως στις αξίες, στις έννοιες, στα δόγματα και τις ιδέες κάθε συστήματος σκέψης. H ιστορία του πνεύματος καταγράφει τις ανακαλύψεις, τις τομές, τη δημιουργία νέων οριζόντων, τις καταβολές, τη συγκρότηση και την ταξινόμηση της γνώσης που κατείχε ο αρχαίος κόσμος. Προσεγγίσεις που βλέπουν τη γνώση ή μάλλον το περιεχόμενό της ως κάτι στατικό, παραβλέπουν τον πλούτο που κρύβει η ίδια η μετάδοσή της. Η αίγλη που ασκούν τα “γραπά κειμήλια” συχνά επισκιάζει το ενδιαφέρον για τη διαδικασία της παραγωγής τους. Εκείνο που συνήθως απασχολεί τους μελετητές είναι να φθάσουν πίσω από τα διαμεσολαβημένα χειρόγραφα στο αρχικό κείμενο.
Η υποβάθμιση της μετάδοσης και η ανάδειξη της παραγωγής ως κύριου ή μοναδικού άξιου λόγου συντελεστή της γνωστικής διαδικασίας έχει τις καταβολές της στις επεξεργασίες των αρχαίων ελλήνων σοφών- ή τουλάχιστον, των σοφών που κυριάρχησαν στην ιστορία της δυτικής σκέψης. Αξίζει ίσως να αναφερθούμε στο παράδειγμα του Πλάτωνα, ιδρυτή του πρώτου μόνιμου ιδρύματος πρωτότυπης έρευνας, της Ακαδημίας. Η πλατωνική πίστη στην ύπαρξη αμετάβλητων Ιδεών τις οποίες ο άνθρωπος ανακαλεί μέσα από τη λειτουργία της ανάμνησης θεμελιώνει μια ιδιότυπη αλλά καθοριστική για την παράδοση που θα ακολουθήσει αντίληψη γύρω από το τι είναι γνώση και πώς μεταδίδεται. Συνέπεια της ίδιας αντίληψης είναι ο προσανατολισμός του πνεύματος προς τις “θετικές” επιστήμες – προς ένα είδος γνώσης που δεν έχει ούτε να χάσει αλλά ούτε να κερδίσει μέσα από τη μετάδοσής της. Το προβάδισμα αυτής της απόλυτης, καθαρής άσκησης του πνεύματος, που δεν αμφισβητήθηκε σχεδόν ποτέ στη δυτική παράδοση, έστρεψε την προσοχή μακριά από τη διαδικασία αναπαραγωγής, μετάδοσης και μετασχηματισμού της γνώσης. Ως κληρονόμοι αυτής της οπτικής, οι μελετητές της αρχαιότητας δεν έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια για να την αναστρέψουν.
H μετάδοση της γνώσης δεν είχε βεβαίως παραμείνει εντελώς στο σκοτάδι. Γύρω από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς και γύρω από τις σχέσεις μαθητείας έχουν γραφεί πολλές εργασίες. Η ιστορία των εκπαιδευτικών θεσμών ωστόσο διερευνά κυρίως τις πρακτικές, τις μεθόδους και τα προγράμματα που δεν κατασκευάζουν παρά μάλλον υπηρετούν μια δεδομένη γνώση. Πιο ελπιδοφόρες είναι ίσως οι πιο πρόσφατες έρευνες που αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο της τεχνολογίας της γραφής στη διαμόρφωση των προς μετάδοση πληροφοριών. πρόκειται όμως για ένα μόνο βήμα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να αναδειχτεί η διαδικασία της μετάδοσης σε αυτοτελές αντικείμενο έρευνας. Μια τέτοια οπτική θα μπορούσε να φωτίσει όχι μόνο τις μεταμορφώσεις των γνώσεων που αξιοποιούν οι διάφορες κοινωνίες αλλά και τις αποσιωπήσεις ή την απώλεια πληροφοριών που έχασαν την αξία και τη χρηστικότητά τους.
Tο εργαστήριο περιλάμβανε μελέτες για κάθε μορφή μετάδοσης της γνώσης στον ελληνικό κόσμο, από την αρχαϊκή εποχή, στην ύστερη αρχαιότητα. Ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον εντοπισμό των άτυπων, των μη συνειδητών και ανεξέλεγκτων τρόπων διοχέτευσης και διάχυσης πληροφοριών και ιδεών. Η συνάντηση του πέμπτου εργαστηρίου των τοπικών έδειξε ότι υπάρχει έδαφος για γόνιμο προβληματισμό και οι εισηγήσεις φώτισαν ως ένα βαθμό, πλευρές του ζητήματος που απαιτούν συστηματική έρευνα.
Ο ομώνυμος τόμος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις νήσος.