ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά β΄: H έννοια της Kατασκευής στις Eπιστήμες του Aνθρώπου

Α. Αφανής και ρητή γεωμετρία

Περπατάμε σε μια πόλη. Αν τα κτίρια που αντικρίζουμε μας είναι οικεία, συμβαίνει να μην τα προσέχουμε καν. Οι όγκοι τους μας είναι τόσο γνώριμοι, που συνήθως τους αντι­μετωπίζουμε λοξοδρομώντας, λες και θέλουμε ν’ αποφύγουμε κάποια εμπόδια. Αντιθέτως, σε μια άγνωστη μας χώρα, ή τόπο, συναντάμε και επιλέγουμε κάποια κτίσματα τα οποία θεωρούμε ότι διαθέτουν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία ή προσωπικότητα.

Αυτό το παράδειγμα κάποιων κτισμάτων που απωθούν ή αποτελούν πόλο έλξης της προσοχής μας μάς εισάγει στο χώρο του αναζητούμενου αντικειμένου το οποίο αποκα­λούμε “κατασκευή”. Το δίπολο του οικείου/ανοικείου αναφορικά με τις επιπτώσεις της παρουσίας των κτισμάτων γύρω μας, επιβάλλει την ανάγκη ενός ελέγχου. Το αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως αυτή της οικοδόμησης, καθώς και η παρουσία μιας πυραμίδας, ενός ναού, όσο και του πλέον ταπεινού κτίσματος προκαλούν απορίες ή ερωτήματα σε σχέση με τις διεργασίες που οδήγησαν στην ύπαρξη τους, δηλαδή με τον τρόπο κατασκευής τους.

Η διάκριση ανάμεσα στην κατασκευή ως αποτέλεσμα και την κατασκευή ως διεργασία μας επιτρέπει να θέσουμε γενικότερα ερωτήματα. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ιστορικά την απόσταση που χωρίζει τα ποικιλόμορφα χειροποίητα αντικείμενα (τις λεγόμενες κατασκευές με παιδαγωγικές ή μη προεκτάσεις) ή τις καλλιτεχνικές παραγωγές από τις εποικοδομητικές αποδείξεις που εμφανίζονται κάποια στιγμή στον τομέα της γεωμετρίας. Μήπως αυτή η απόσταση προϋποθέτει κάποιου είδους έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου νου να οραματίζεται, να σχεδιάζει και να πραγματοποιεί τόπους και χώρους προτού διατυπωθούν ορισμένες εμπειρικές συνταγές, ορισμένες προδιαγραφές περί κατασκευής; Είναι, ταυτόχρονα, δυνατόν να βρεθούν δίοδοι επικοινωνίας ανάμεσα στην περιοχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “αφανή” γεωμετρία και στις αυστηρές μεθόδους της ρητής γεωμετρικής πρακτικής;

Β. Προσέγγιση του βάθους της έννοιας της κατασκευής σύμφωνα με το πνεύμα της γεωμετρίας
(δύο παραθέματα)¹

Η λέξη και η ιδέα της κατασκευής προέρχονται από τη γεωμετρία όπου οι πράξεις διαφέρουν από τους υπολογισμούς της άλγεβρας. Αναζητούνται σημεία, γραμμές και επιφάνειες, οι οποίες διαθέτουν χαρακτηριστικές ιδιότητες. Για το σκοπό αυτό, σχε­διάζονται σχήματα ή ακόμη συμπληρώνονται τα δεδομένα σχήματα με την προσθή­κη επιπλέον χαράξεων […] Για παράδειγμα, η μέθοδος της εξαντλήσεως που χρησι­μοποιείται από τον Αρχιμήδη για τον υπολογισμό του μήκους της περιφέρειας ενός κύκλου (αποκαλούμε γεωμετρικές τις κατασκευές που χαράζονται με τη βοήθεια του κανόνα και του διαβήτη).

Για τους γεωμέτρες της αρχαιότητας, η δυνατότητα μιας κατασκευής δεν αποτελού­σε, όπως αποτελεί για ορισμένες νεότερες σχολές μαθηματικών ή λογικών, το κριτή­ριο της ύπαρξης […] Συνιστούσε περισσότερο ένα μεθοδολογικό κανόνα. Το μέσον το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γεωμέτρες για να αποδείξουν την εγκυρότητα των παραγωγών τους ή την απουσία αντιφάσεων ανάμεσα στους ορισμούς και τα αξιώματα συνίστατο στην κατασκευή του αντίστοιχου σχήματος ή, ακριβέστερα, στον «ορισμό μιας θεωρητικής μεθόδου προσέγγισης που θα επέτρεπε την κατασκευή του σχήματος αν γνωρίζαμε να σχεδιάζουμε κατά τέλειο τρόπο». Αρχικά, η διάσταση του “κατασκευάσιμου” φαίνεται να ταυτίζεται με πράξεις πάνω σε πεπερασμένες διατάξεις γεωμετρικών αντικειμένων. Η χρήση αυτή του όρου διευρύνθηκε σε διατάξεις σημείων παρόμοιων με εκείνα του στοιχειώδους αλγεβρικού λογισμού, για παράδειγμα στις ακολουθίες σημείων (όροι και τύποι) και στις αναδρομικές πράξεις που συγκροτούν τα τυπικά συστήματα: αυτή είναι η περιοχή των μεθόδων που αποκαλούνται περατοκρατικές. Σύμφωνα με άλλες χρήσεις, ο όρος “κατασκευάσιμος” ισοδυναμεί με τη δυνατότητα λογισμού σύμφωνα με μια αυθαίρε­τη βαθμίδα προσέγγισης. Τέλος, η έννοια του κατασκευάσιμου διευρύνεται επίσης στις πράξεις που αφορούν αφηρημένα (όχι συγκεκριμένα) αντικείμενα ή λογικούς συμπερασμούς.

Η επίγνωση ότι ορισμένες μαθηματικές πράξεις είναι κατασκευαστικές είναι παλαιά. Για να συνειδητοποιηθεί αυτή η κατάσταση, χρειάστηκε να γίνει αντιληπτό ότι την ιδιότητα αυτή δεν την συμμερίζονται όλες οι μαθηματικές πράξεις. Η ύπαρξη ενός αλγορίθμου θα μπορούσε να αποτελεί ένα εύσχημο και κατάλληλο ορισμό της κατα-σκευασιμότητας. Ένας αλγόριθμος είναι μια διαδικασία ολοκληρωτικά σχεδιασμένη (επομένως πεπερασμένη), που δρα πάνω σε πεπερασμένες διατάξεις, με διακριτά βή­ματα, τα οποία είναι απλά και τα οποία προσδιορίζονται το καθένα από εκείνο που προηγείται […] Το ερώτημα εάν η ύπαρξη ενός αλγόριθμου […] εξαντλεί την έννοια της κατασκευασιμότητας δεν έχει απαντηθεί. Μοιάζει αδύνατον να θεωρηθεί απο-κρίσιμη σ’ ένα καθαρά μαθηματικό πλαίσιο (η έννοια του αλγόριθμου αποτελεί έναν πόλο έλξης για τις κατασκευαστικές τάσεις και θα μπορούσε να εικάσει κανείς πως η κατασκευαστική σχολή οδηγεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή).

Γ. Αναζήτηση προτύπων στη φυσική γνώση

Ας προτείνουμε, αναφορικά με τη θεώρηση της φύσης ή τη «φυσική γνώση», μια απόπει­ρα ανασυγκρότησης ανάμεσα στα πράγματα. Στο χώρο της επαφής, του σύνεγγυς, μιας τόσο συχνής αλληλεπίδρασης που δεν επιτρέπει το σταθερό προσδιορισμό της ατομικό­τητας των μορφών. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε στο χώρο της πυκνότητας.

Η πυκνότητα των καταστάσεων εμποδίζει την εξαγωγή της διάστασης, τη μέτρηση των αποστάσεων, τη χάραξη των ορίων ή ακόμη το διαχωρισμό αιτίας και αιτιατού. Πρόκειται για ένα μη-μετρικό, όπου οι χωρο-χρονικές κατευθύνσεις δεν ορίζονται, όπου  οι ομοιότητες, οι ποιότητες δημιουργούν γέφυρες, βραχυκυκλώματα, σημεία συγκόλλησης, όπου δύο σημεία απομακρυσμένα στο χώρο και το χρόνο γίνονται σημεία οργάνωσης ολόκληρης κατασκευής. Είναι ο πιο γενικός όσο και ο πιο αρχαϊκός χώρος που γνωρίζουμε, ένας τοπολογικός χώρος.

Στην περίπτωση που παίρνουμε ένα απλό ορθογώνιο χαρτί και ενώνουμε τα αντιθέτως συμμετρικά σημεία μιας ακμής του, φτιάχνοντας έτσι μια λωρίδα του Moebius, καταστρέφουμε τη δυνατότητα να οριστεί μια κατεύθυνση σ’ αυτό το χώρο. Γενικεύοντας, μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα χώρο με περιοχές γειτνίασης αλλά χωρίς αποστάσεις. Αν αυξήσουμε τις διαστάσεις και γεμίσουμε το χώρο με τρύπες, με αυθαίρετα σημεία συγκόλλησης, με ιδιότητες συνοχής, με όρια, σημεία σύγκλισης, έχουμε φτιάξει ένα πρότυπο. Το ενδιαφέρον που θα μπορούσε να παρουσιάσει αυτό το τοπολογικό πρότυπο ως προς την κατασκευή έγκειται στο ότι μας επιτρέπει να διεισδύσουμε στη διαδικασία σύμφωνα με την οποία ένας άμορφος χώρος αποκτά ιδιότητες: με άλλα λόγια, ποια χαραρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ένας χώρος για να γίνει μετρικός; Αντιστρόφως, μια κοσμολογική υπόθεση όπως αυτή του Big Bang, μας επιτρέπει να θέσουμε από την αρχή τη μέγιστη συμμετρία, και μετά να εξετάσουμε τους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους αυτή παραβιάζεται, παράγοντας την πολλαπλότητα.

Πώς αναδύεται όμως η μετρικότητα απ’ αυτό το χώρο; Η αναπαράσταση προϋποθέτει ένα είδος αραιής ατμόσφαιρας. Για να μεταδοθεί το φως, για να χαραχθεί η σκιά, για να εξαχθεί η μορφή, πρέπει να λειτουργήσει το διάφανο, να διαχειρισθεί ο θεωρών από το θεωρούμενο. Γι΄αυτό ίσως η πρώτη επέκταση της γεωμετρίας γίνεται στο χώρο της πεμτουσίας, τον υπερσελήνιο χώρο της αστρικής κίνησης, όπου το αντικείμενο και το γράφημά του ταυτίζονται. Η επαναεισαγωγή της γεωμετρίας στα γήινα πράγματα θα γίνει από το Γαλλιλαίο, ο οποίος θέτει ως νοητικό πείραμα την ευθύγραμμη γραμμική κίνηση του αδρανειακού συστήματος, και “αμελώντας” την τριβή, αντιμετωπίζει την κίνηση των πραγμάτων γύρω μας σαν να ήταν αστρική.

Όμως με την κβαντική μηχανική το ζήτημα του αντικειμένου και του γραφήματος του επαναδιατυπώνεται. Η κβαντική μηχανική είναι η συγκόλληση δύο χώρων με διαφορετικές νομοτέλειες (σωματίο/ κύμα), είναι η περιγραφή της μεμβράνης που μας χωρίζει από ένα υπό μελέτη ατομικό σύστημα, όπου ο θεωρών και το θεωρούμενο αποκτούν ένα συμμετρικό ρόλο. Η απροσδιοριστία, σύμφωνα με την οποία η φύση έχει μόνο κάποια πιθανότητα να ακολουθήσει συγκεκριμένο σχέδιο, κατασκευάζει ένα κόσμο σε μετασταθή ισορροπία. Η πυκνότητα επανέρχεται. Η περιγραφή της ύλης με όρους ατομικούς, στοιχειωδών θεμέλιων λίθων, είναι δυνατή μόνο σε πειραματικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, χάρη στη βιαιότητα των συγκρούσεων, δημιουργείται μια αραιή ατμόσφαιρα.

Έτσι από την αρχαία αστρονομία, μέσω του Γαλιλαίου, στη σύγχρονη κβαντομηχανική μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η θεωρητική αναζήτηση προτύπων κατασκευής του φυσικού κόσμου διαγράφει μια τροχιά, αποφασιστικές στιγμές της οποίας είναι η φαινομενολογική περιγραφή, η επιλεκτική σκιαγράφηση του νοητικού πειράματος και η διατύπωση μιας “υπαρξιακής” αλληλεπίδρασης με το αντικείμενο: σύμφωνα με τη ρήση του Whitehead³ «αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις μας με τη φύση διότι αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη».

Δ. Το πρότυπο μιας μυθιστορηματικής κατασκευής

Αν η αναζήτηση ενός ορισμένου προτύπου κατασκευής αντιπαρατίθεται στο άμεσο ή δεδομένο, αποτελώντας και τον πυρήνα κάθε επιστημονικής κατάκτησης, ας αποπειραθούμε εδώ να δοκιμάσουμε την εμβέλεια των παραπάνω παρατηρήσεων σ’ ένα χώρο κατεξοχήν απομακρυσμένο από την επιστήμη, στον αφηγηματικό χώρο του μυθιστορήματος, ή τουλάχιστον ενός μυθιστορήματος.4

Το μυθιστόρημα αυτό παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ως ένα κλασικό μνημείο, ως «το βιβλίο του Χρόνου», δηλαδή ως ένας μύθος από το χρόνο, ως εκείνο το βιβλίο το οποίο θα μας βοηθούσε να ξανασκεφτούμε την έννοια του χρόνου με την έμμεση προσφυγή στη γενική κατηγορία της αφήγησης μιας, λίγο έως πολύ, βιωμένης μυθοπλασίας. Μια προσεκτικότερη θεώρηση του κειμένου, όμως, θα μας επέτρεπε να το προσδιορίσουμε ως μια διαδοχική κατασκευή, η οποία οικοδομείται πάνω στη συγκεκριμένη λογική της δέσης και της λύσης μιας και μοναδικής απορίας, που σχετίζεται με τη θεματοποίηση της δημιουργικής διαδικασίας και που αποκτά συν τω χρόνω και νεότερες εκφάνσεις.

Έτσι, ο χώρος και ο χρόνος δεν λειτουργούν ως αφηρημένες φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες θα αποτελούσαν το αντικείμενο ενός συστηματικού στοχασμού, αλλά είναι άρρηκτα δεμένες με την ίδια τη διαδικασία κατασκευής του έργου. Με το παράδειγμα που μας προτείνει ο Προυστ, το κτίσμα παύει να είναι κάτι το αυτονόητο: ενδέχεται να αποκρύβει κάποιες λειτουργίες, να συμπεριφέρεται δηλαδή ως κατασκεύασμα, πέπλο, ιδεολόγημα  ή αντιθέτως να υποβάλλει ανεπαίσθητα, με την υπόδειξη χρήσης προτύπων από τις διάφορες περιοχές της τέχνης, ορισμένες θετικές λύσεις. Να εμπεριέχει μηχανισμούς λήθης όσο και μνήμης ή αποκάλυψης.

Εάν η διαδικασία οικοδόμησης του έργου εμπεριέχει πράγματι αυτά τα χαρακτηριστικά, μπορούμε να θέσουμε τα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς επινοούνται, πώς ανακαλύπτονται μέσα από την ίδια τη διαδικασία γένεσης, δηλαδή εμβάθυνσης και διαγραφής, οι διαφορετικές ενδεχομένως αντιθετικές ή αλληλοαναιρούμενες όψεις της δημιουργικής διαδικασίας, που αποτελούν και τον πόλο εμμονής του προυστικού “λόγου”; Ποιες είναι οι επιπτώσεις της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής αυτού του “λόγου” ως προς τον θεωρώντα και το θεωρούμενο, ως προς την εμπειρία της γραφής και της ανάγνωσης; Πώς υποβάλλεται, στο μυαλό ενός υπομονετικού αναγνώστη, το πέρασμα από μια «αιθέρια» ή «μυστηριακή» προσέγγιση της δημιουργικής διαδικασίας σε μια πειραματικά ελεγχόμενη θεώρησή της;

Μετά τη διατύπωση των καθοριστικών στοιχείων που διέπουν το προυστικό εγχείρημα  και την απόπειρα απάντησης αυτών των ερωτημάτων, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η προυστική λογοτεχνινική μηχανή παράγει όχι μόνον εκείνες τις φιλοσοφικές κατηγορίες που επιτρέπουν να αντανακλά, να αναστοχάζεται την ίδια της τη δραστηριότητα, αλλά και μια μεταφορική θεώρηση της τέχνης του λόγου, η οποία χρησιμεύει ως γνώμονας της δημιουργικής διαδικασίας.

Μπορεί επομένως, να υποθέσει κανείς ότι τίποτε σ’ αυτό το μυθιστορηματικό στοίχημα δεν είναι δεδομένο, άμεσο ή αυτονόητο. Η σκιαγράφηση, η χάραξη, με τη βοήθεια των μετατοπίσεων που υφίσταται ο ρόλος του ομιλούντος σε πρώτο πρόσωπο, μιας ολοένα και ακριβέστερης θέσης του αναγνώστη μέσα στο μυθιστορηματικό χώρο, αποκτά αποφασιστική σημασία, καθόσον του επιτρέπει όχι μόνον να ανακαλύπτει νέες όψεις της διαδικασίας και να προσδίδει νέους προσδιορισμούς στην αξία του έργου τέχνης, αλλά να διαβλέπει εντέλει, με το παράδειγμα της ανάπτυξης ενός μικρόκοσμου, το πώς το έργο αρχίζει να λειτουργεί ως εργαλείο αυτογνωσίας.

Κατά συνέπεια, η ίδια η διαδικασία διαδοχικής κατασκευής αυτού του μυθιστορήματος προβάλλεται ως το πρότυπο μιας ιδιότυπης “εργασίας” και επιτρέπει στον προσεκτικό αναγνώστη να μεταβάλει τη στάση του απέναντι στο ζήτημα του χρόνου: με την απόπειρα καταγραφής και αναγνώρισης της δράσης των δυνάμεων που εξασκούνται εν τω βίω, είναι δυνατόν να περάσει από το γνωσιοθεωρητικό ερώτημα αναφορικά με το είδος και τον τρόπο αναπαράστασης του χρόνου στο έργο τέχνης στο, ηθικής φύσης, ή πρακτικό ερώτημα αναφορικά με το το πώς τιθασεύεται ο χρόνος μέσα στη δημιουργική διαδικασία.

Ε. Η "κατασκευή" στις ψυχογνωστικες και τις κοινωνικές επιστήμες

Μια απομάκρυνση από τις κλασικές μορφές αναπαράστασης και εφαρμογής τυπικών κανόνων λογισμού εμφανίζεται στα πρότυπα των νευρωνικών δικτύων. Ένα νευρωνικό δίκτυο δεν υπολογίζει με βάση αποθηκευμένους, τυπικούς κανόνες, αλλά το αποτέλεσμα μιας πράξης “αναδύεται”από τη συλλογική αλληλεπίδραση των επιμέρους κατάλληλα “εκπαιδευμένων” νευρωνίων. Αυτός ο καταμερισμός νοημοσύνης επιτρέπει, εξάλλου, την “ανάκληση” και αναγνώριση της πλήρους μορφής ενός αντικειμένου από δείγματα με ελλείποντα θολά ή τρεμάμενα μέρη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι επιπτώσεις της νεότερης έρευνας στον τομέα των ψυχογνωστικών επιστημών βρίσκουν απήχηση και στο εφαρμοσμένο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Όπως ειπώθηκε, «το πρότυπο νοημοσύνης και μάθησης που προσπαθούμε πια να επιβάλλουμε στους υπολογιστές παύει να είναι αυτό του γίνεται αυτό του καθηγητή της λογικής και γίνεται αυτό του μικρού παιδιού».

Με ανάλογο πνεύμα μπορεί κανείς να θεωρήσει τα συστήματα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, να προσεγγίσει τη χαρακτηριστική ιδιότητα τους να κατασκευάζουν αδιάλειπτα τις μορφές ύπαρξης και ερμηνείας τους. Ας αναφερθούμε εδώ στη συζήτηση περί “κονστρουκτιβισμού” ” της κοινωνικής θεωρίας των συστημάτων:5

Μπορεί κανείς να μιλήσει για “κονστρουκτιβισμό” όταν θέλει να χαρακτηρίσει μια αυτο-περιγραφή του συστήματος της επιστήμης, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα έγκειται στο πώς κανείς οδεύει από πράξη σε πράξη και πώς κατά συνέπεια συνεχίζει την αυτοποίηση του συστήματος σε ένα περιβάλλον που δεν μπορεί να γνωρίσει παρά μόνον ακριβώς να “κατασκευάσει”. Η θεωρία της επιστήμης μπορεί χρησιμοποιήσει το χαρακτηρισμό κατασκεύασμα/κονστρουκτιβισμός για να χαρακτηρίσει τον εαυτό της συγκριτικά με άλλες αναστοχαστικές θεωρίες  του συστήματος της επιστήμης […]

Επαναλαμβάνεται η διαπίστωση ότι η πραγματικότητα είναι μια κατασκευή, η οποία (αλλά τι σημαίνει εδώ αυτό το δεν;) στηρίζεται σε μια συμφωνία με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό παραμένει βεβαίως ορθό, αλλά το ίδιο ισχύει επίσης για το άγνωστο του εξωτερικού κόσμου καθώς και για την ενδεχόμενη άρνηση αυτού του αγνώστου. Σε τι έγκειται όμως τότε η διαφορά;

Το παρατηρόν σύστημα δρα με τη βοήθεια διακρίσεων οι οποίες, ως διακρίσεις, δεν αντιστοιχούν στον εξωτερικό κόσμο […] Πρόκειται πράγματι για κατασκευή. Το περιβάλλον επειδή δεν εμπεριέχει καμιά διάκριση, δεν μπορεί ποτέ να δώσει οδηγίες. Από την άλλη μεριά ένα παρατηρόν σύστημα εξαρτάται […] από τη χρησιμοποίηση διακρίσεων […] Μια παρατήρηση χωρίς διακρίσεις είναι αδιανόητη. Αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο ό,τι αποτελεί πραγματικότητα για έναν παρατηρητή είναι στην πραγματικότητα χάρη στην ενότητα των διακρίσεων τις οποίες χρησιμοποιεί, κατά συνέπεια είναι κατασκευή.

Πρόκειται για τη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη θεώρησή της, σχέση που δίνει το στίγμα της κοινωνιολογίας της γνώσης: το πέρασμα από το θεσμικό κόσμο, που επιβάλλεται στον δρώντα ως αντικειμενική, εξωτερική πραγματικότητα, στο ζήτημα της ιδιότυπης κατανόησής του, ως κοινωνικού. Εδώ, η εξομοίωση φυσικού και κοινωνικού “συστήματος” αίρεται βάσει της επιστημολογίας που τα συνέδεσε:6

Ο κοινωνικός κόσμος, ως πραγματικότητα που την έχουν παράγει άνθρωποι, είναι δυνάμει κατανοητός με έναν τρόπο ο οποίος δεν είναι δυνατός για τον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να συγκρατήσουμε ότι η αντικειμενικότητα του θεσμικού κόσμου όσο έντονη κι αν εμφανίζεται στο άτομο, έχει παραχθεί από τον άνθρωπο, είναι κατασκευασμένη πραγματικότητα.

Το στοιχείο της κοινωνικής κατασκευής επιτρέπει την ιδιότυπη προσέγγιση του “άλλου” αυτού κόσμου που υπερβαίνει την εξήγηση. Τον κόσμο αυτό μπορεί πάντα κανείς να τον αναπλάσει ως κόσμο που τον περιβάλλει, να τον αναπλάσει μέσω της συμμετοχής του, μέσω της κατάληψής του: το πρωτότυπο, το γεγονός, υπόκειται σε μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη ανακατασκευή, οπότε και κρίνεται. Η κριτική μεταβάλλει το αντικείμενο της, κατασκευάζει ένα νέο.

 

ΣΤ. Διεργασίες της έννοιας και ανακατασκευή

Διαπιστώσαμε, αρχικά, μιαν απόσταση ανάμεσα στις πολλαπλές εκδηλώσεις της “αφανούς” γεωμετρίας και στις διαδοχικές εκφάνσεις της ρητής γεωμετρίας. Αναζητήσαμε στη συνέχεια ορισμένες διόδους επικοινωνίας. Τα προηγούμενα παραδείγματα, προέρχονται από διαφορετικές γνωστικές περιοχές, ενδέχεται να σκιαγραφούν τον ενδιάμεσο χώρο της έννοιας της κατασκευής. Ποια λοιπόν θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του χώρου ή, με άλλους όρους, πώς θεματοποιείται το νήμα αυτού του ενδιάμεσου χώρου;

Διακρίνουμε μια “φιλοσοφία” της κατασκευής σε κάθε απόπειρα η οποία ενισχύει μια θετική λύση του ζητήματος7 με διαδοχικές προσεγγίσεις, με τον προσδιορισμό της οροθετικής εμβέλειας ως προς το κριτήριο της ύπαρξης. Σε κάθε απόπειρα η οποία, για να ιδιοποιηθεί το “αντικείμενο” της, τοποθετείται σε μια ορισμένη απόσταση, όχι μόνο από τις εσωτερικές τεχνικές του κάθε επιμέρους γνωστικού χώρου αλλά και από τα  άμεσα ή προβολικά διαβήματα. Σε κάθε απόπειρα, τέλος, η οποία εμπεριέχει την επίγνωση ότι αυτό που κινεί τη διαδικασία εμβάθυνσης και διαγραφής είναι η αναγνώριση της έντασης ανάμεσα στην ιστορική και την ουσιώδη διάσταση της έννοιας της κατασκευής.

Τι εννοούμε με την τελευταία αυτή διάκριση;

Σχεδιάζω μια γραμμή, “εξαντλώ” μια καμπύλη, χρησιμοποιώ έναν κανόνα, ανακαλώ ένα πρότυπο, επινοώ ή ανακαλύπτω μια εποικοδομητική απόδειξη: στην κατασκευή ως μέσον αποδείξεως ή διαμεσολάβησης αναγνωρίζω βαθμούς, ιδιότητες, σχέσεις ή ποιότητες. Αντίθετα, η φύση του πράγματος, αυτό το ίδιο το πράγμα, που αποκαλείται, ανάλογα με το γνωστικό τομέα, άπειρο είτε εξέλιξη είτε “λόγος” είτε ασυνείδητο είτε κριτική, είναι το ζητούμενο της ανακατασκευής. Στον πόλο της ανακατασκευής αναγνωρίζω συστατικά γνωρίσματα ύπαρξης ή ουσίας. Θα λέγαμε, με άλλα λόγια, πως, κάθε φορά, η “νομιμοποίηση” της κατασκευής δεν στηρίζεται σε τυπικές εγγυήσεις αλλά ταυτίζεται με την ανακατασκευή του νήματος που διέσχιζε την ίδια τη διαδικασία κατασκευής: για να επανέλθουμε στο αρχικό μας δίπολο, όταν αγγίζουμε αυτό το όριο, όπου τα “γνώριμα” μας κτίματα παύουν να μας είναι γνώριμα και απαιτούν μια συνεχή αναθεώρηση, όπου τα “ξένα” γίνονται ολοένα και πιο γνώριμα, τότε είναι δυνατόν να προσδώσουμε σ’ αυτό το όριο το χαρακτήρα μιας “γερής” κατασκευής. Μιας κατασκευής, στη μορφή της οποίας αποδίδονται σταδιακά χαρακτηριστικά της “ουσίας” ή καλύτερα, μιας κατασκευής όπουη εργασία του ουσιώδους ενδέχεται να αποκτήσει αναγνωρίσιμη μορφή.

Οι προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις γύρω από τις διακυμάνσεις της έννοιας της κατασκευής δεν έχουν βέβαια την πρόθεση να εξαντλήσουν το ζήτημα. Απεναντίας, μέλημά μας είναι να τονιστεί εδώ η ανάγκη μιας οριοθέτησης του περί κατασκευής λόγου από τον κίνδυνο της ταυτολογίας και της λήψης του ζητούμενου (με την έννοια ότι οτιδήποτε αποτελεί κατασκευή, είτε μιας νοητικής επεξεργασίας, είτε ενός κόσμου). Οι ενδεικτικές αναφορές μας στοχεύουν, ωστόσο, στη δυνατότητα διεύρυνσης του σημασιολογικού πεδίου της έννοιας της κατασκευής, στο πέρασμα της, εν τω χρόνω, από μια διαμεσολαβητική κατηγορία σε μια συστατική κατηγορία.

Διαφαίνεται λοιπόν, πως η σημασία αυτής της έννοιας αναδύεται αργά, μέσα από τις επάλληλες συνδρομές της εργασίας όσων τυχαίνει να ενδιαφέρονται γι’ αυτήν. Ας συνοψίσουμε με τα λόγια του G. Canguilhem:8

Το να εργάζεται κανείς μια έννοια, σημαίνει να της παραλλάσσει το βάθος και το πλάτος της, να την γενικεύει με την ενσωμάτωση των κατ’ εξαίρεση χαρακτηριστικών, να την εξάγει από την περιοχή από την οποία προέρχεται, να την εκλαμβάνει ως πρότυπο, με δυο λόγια να της αποδίδει εν προόδω, με κανονιστικές μεταβολές, τη λειτουργία μιας μορφής.


Σημειώσεις

  1. J. largeault, L’intuitionisme[= Η εποπτική σχολή], Παρίσι 1992, σ. 6-7 και 14.
  2.  Βλ. G. S. Kirk, J. E. Raven, M. Schofield, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα 1990, σ. 153: «’Αναξιμένης […] ἀέρα ἄπειρον ἔφη τήν αρχήν είναι, […]• οΰ γάρ μεταβάλλειν όσα μεταβάλλει, ει μή κανοϊτο πυκνούμενον γάρ και ἀερούμενον διάφορον φαίνεσθαι.»
  3. A. N. Whitehead, Principles of Natural Knowledge [= Αρχές της φυσικής γνώσης]. Νέα Υόρκη 1925, σ. 14.
  4.  M. Proust, A la recherche du temps perdu [= Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, μτφρ. Π. Α. Ζάννας, Αθήνα 1969- 1988] Παρίσι 1913-1927.
  5.   N. Luhmann, Die Wissenschaft der Gesesellschaft [= Η επιστήμη της κοινωνίας], Φραγκφούρτη 1992, σ. 515-516 και 518-519.
  6.   P. Berger kai T. Luckmann, The Social Construction of Reality [= Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας], Harmondsworth 1967, σ. 77-78.
  7.  Πβ. I. During, Ο Αριστοτέλης, μτφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή, Α’, Αθήνα 1991, σ. 140: «Το να επιτίθεσαι σε μια θέση για να υποστηρίξεις μια θέση αρνητική λέγεται ανακατασκευάζειν⋅ το να υπερασπίζεσαι μια θέση για να υποστηρίξεις μια θετική λέγεται κατασκευάζειν. Στα Τοπικά οι λέξεις αυτές έχουν αγωνιστική σημασία, στα Αναλυτικά είναι ουδέτερες και σημαίνουν αντίστοιχα, αντικρούω και ενισχύω.»
  8. G. Ganguilhem, Etudes d’histoire et de philosophie des sciences [= Μελέτες ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών], Παρίσι² 1970,σ. 206.

Ο ομώνυμος τόμος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις νήσος.

Topika B'