Ι. Το ενδιαφέρον για τον Μ. Φουκώ αφορά κυρίως την κριτική ανάγνωση της δυτικής ratio που προτείνει, όπου τονίζει τη διπλή της διάσταση, από την μια δηλαδή μεριά την εκδοχή του Καρτέσιου, που αποτελεί την ιδρυτική πράξη της νομικού τύπου ratiο, και από την άλλη μεριά η σύγχρονη (modern) εκδοχή της, αυτή δηλαδή της βιοεξουσίας και της πειθαρχίας.
ΙΙ. Αυτή η ανάγνωση, με έμφαση στη δεύτερη εκδοχή που αναδεικνύει, εξασφάλιζε ακόμη μέχρι πρόσφατα, για λογαριασμό των κοινωνικών επιστημών, μία κάποια σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης, αφού η καθαρμένη από ολοκληρωτισμό, αυθαιρεσία ή αυταρχισμό θεωρία ενομιμοποιείτο να προτείνει ή έστω να υποστηρίξει μία διάταξη του κοινωνικού, στον βαθμό που αυτή δεν θα ερχόταν πλέον από πάνω, αλλά θα πήγαζε μέσα από την μελέτη του “κάτω”, ή έστω την μελέτη του πώς αυτό το “κάτω” διαμορφώνεται στα πλαίσια σχέσων εξουσίας σε αντικείμενο γνώσης και πολιτικής παρέμβασης. Εννοούμε, με άλλα λόγια, ότι η ανάγνωση αυτή του Μ. Φουκώ αποτέλεσε μέρος μίας αναδιατύπωσης των υποθέσεων των κοινωνικών επιστημών εξασφαλίζοντας τους ένα “προοδευτικό” πολιτικό στήριγμα ή άλλοθι (ανάλογα με την οπτική γωνία που επιλέγουμε), παρόλες τις αιτιάσεις του Χάμπερμας περί “νεοσυντηρητισμού”. (Βλ. Γ. Χάμπερμας, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993).
ΙΙΙ. Νομίζουμε ότι στις μέρες μας είμαστε μάρτυρες ενός πιο προωθημένου φαινομένου: τον κατακερματισμό του κοινωνικού. Το φαινόμενο αυτό συμπίπτει με διαδικασίες όπου κεντρική θέση κατέχει το πρόβλημα της διατήρησης ενός κοινωνικού κράτους ή κράτους προνοίας ή, με άλλα λόγια και με όρους πιο οικείους στις κοινωνικές επιστήμες, το πρόβλημα του κατά πόσον και με ποιους όρους θα διατηρηθεί η σύμπτωση κοινωνικού και πολιτικού-κρατικού αντικειμένου, σαν μείζον πολιτικό και θεωρητικό αίτημα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν το προσεγγίζουμε σαν απώλεια ή σαν πτώση, αλλά σαν γεγονός του οποίου ήδη διαθέτουμε ήδη κάποιες κοινωνιολογκές περιγραφές ή φιλοσοφικές προσεγγίσεις, όπως:
– Η έννοια του πολυσθενούς υποκειμένου που προτείνει ο Κ. Τσουκαλάς στό “Μονοσήμαντες τάξεις και “πολυσθενή” υποκείμενα” (στο “Κράτος, κοινωνία, εργασία στην μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σ. 145 επ.).
– Ο ίδιος ο Μ. Φουκώ θεωρούσε την ανάδειξη της ιδαιτερότητας και της ως ένα βαθμό αυτονομίας των τοπικών πρακτικών σαν επιθυμητή εξέλιξη, αναγκαία αλλά και ικανή να μας αποσπάσει από μία φιλοσοφία που αναγνώριζε καταρχήν και υποδείκνυε κατόπιν, άνωθεν, στην ανθρωπότητα το πρακτέο, μία φιλοσοφική παράδοση που θεωρήθηκε “συνυπεύθυνη” για πολλά από τα δεινά, καταστροφές και ολοκληρωτισμούς, των δύο τελευταίων αιώνων.
ΙV. Με βάση την παραπάνω γενική εκτίμηση οργανώνεται το εργαστήριο, αντικείμενο του οποίου δεν είναι άμεσα ο Μ. Φουκώ, αλλά οι παραπάνω διαπιστώσεις, οι προϋποθέσεις, οι συνέπειες τους, αλλά και τα νέα προβλήματα που γεννούνται, όπως και ο τίτλος αφήνει να εννοηθεί. Στόχος είναι να δοκιμάσουμε την εγκυρότητα αυτής της εκτίμησης μέσα από προσεγγίσεις συγκεκριμένων προβλημάτων και διασταυρώνοντας εμπειρίες από διαφορετικούς ορίζοντες. Ωστόσο η αναφορά στον Μ. Φουκώ δεν είναι απλά ρητορική. Αντιστοιχεί στην επιθυμία μας να εξασφαλισθεί ένας ελάχιστος κοινός τόπος, ή νοηματοδοτικός ορίζοντας στους συμμετέχοντες, ώστε να μειώσουμε, ως έναν βαθμό, τον απαραίτητο χρόνο για την μεταξύ μας αποκατάσταση της ελάχιστης απαραίτητης επικοινωνίας. Η επιλογή άλλωστε αυτή δεν είναι ήδη ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα του κατακερματισμού και τις συνέπειες του;
Υποβάλλονται τέλος, μία σειρά από ερωτήματα που ελπίζουμε να εξειδικεύουν και να διευκρινίζουν τις παραπάνω γενικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις, χωρίς ωστόσο να είναι δεσμευτικά:
- Ποιος μπορεί να είναι ο φορέας του “ήθους” για το οποίο μιλάμε, ή το υποκείμενο του: ένας “χώρος”, μία πρακτική, μία ομάδα, ή μόνο ένα άτομο;
Επίσης, το “ήθος” αυτό είναι κάτι που μπορεί να σχηματοποιηθεί εξαντλητικά, παραπέμπει σε συγκεριμένο περιεχόμενο ή πρόκειται για μία περιγραφή-πλαίσιο που εισάγει κάποιους ελάχιστους λειτουργικούς κανόνες;
- Τι είδους μπορεί να είναι αυτή η σχέση του λόγου και των πρακτικών των κοινωνικών επιστημών με αυτό το “άλλο”, που μπορεί να είναι “εκτός” ή “υπό”; Μπορεί να είναι:
– η ρομαντική προσέγγιση που επικαλείται την φαντασία για να αποκαταστήσει νέους πρωτόγνωρους δρόμους επαφής μαζί του, ή
– μία φιλελεύθερη προσέγγιση όπου αρνούμενοι τη δυνατότητα αλλά και το επιθυμητόν μίας νεάς αναδιατυπωμένης ολοκληρωτικής σχέσης, αναζητάμε πλέον την διατύπωση ελάχιστων κανόνων ειρηνικής συνύπαρξης των πολυπληθών “ετεροτήτων”, ή τέλος,
– μία λειτουργιστική-ωφελιμιστική προσέγγιση που περιορίζοντας τις τέτοιου είδους αναστολές και “συνειδησιακές” κρίσεις, αποδέχεται για τις κοινωνικές επιστήμες τον ρόλο της συμμετοχής στην εκ των υστέρων, σε σχέση με την επιλογή του πρακτέου, οικοδόμηση της ελάχιστης απαραίτητης για την διαχείριση του κοινωνικού “μεταφυσικής” ;
- Σε ένα επιστημολογικό επίπεδο, υπάρχει μία κάποιου είδους αντιστοιχία ανάμεσα στις παραπάνω περιγραφόμενες δυνατότητες και την σχέση που αναπτύσσουν οι κοινωνικές επιστήμες με άλλους γειτονικούς συγκροτημένους λόγους και πρακτικές, και εννοούμε πιο συγκεκριμένα, με τη σειρά και αντίστοιχα, την λογοτεχνία, το δίκαιο και τις φυσικές επιστήμες;
- Σε ένα τέλος πιο πρακτικό και καθημερινό επίπεδο, μπορούμε να προσεγγίσουμε και να περιγράψουμε τα προβλήματα που δημιουργούνται από την συνύπαρξη μίας επίμονης ζήτησης κοινωνικού επιστημονικού λόγου και την διαφαινόμενη δυσκολία των κοινωνικών επιστημόνων να εξασφαλίσουν το ελάχιστο περιεχόμενο ενός “ήθους” των κοινωνικών επιστημών, την ανάγκη και την υποχρέωση αναστοχασμού;