ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά ζ΄: Γνώση και Μάθηση

1. H γνώση, η μάθηση και το υποκείμενο.

Oι διαφορές στον τρόπο παραγωγής των γνώσεων ―διαφορές του πλαισίου των γνώσεων, όπως αυτές ανάμεσα σ’ αυτό που αποκαλούμε καθημερινή γνώση και στην επιστημονική γνώση, αλλά και αυτές στο εσωτερικό των επιστημονικών γνώσεων― παραπέμπουν σε ερωτήματα γύρω από τα κανονιστικά πλαίσια συγκρότησης των γνώσεων.

H ερμηνεία των διαφορών αυτών συνδέεται άμεσα με την παραδοσιακή σύγκρουση γύρω από την ενότητα ή διάκριση μεταξύ σκέψης και είναι, όπως εκφράζεται, για παράδειγμα, στην κατανόηση της ανθρώπινης πράξης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ίδια η πράξη της γνώσης.

Tο κύριο ενδιαφέρον σ’ αυτήν την ενότητα έγκειται στο πώς είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν όροι όπως βίωμα, εντύπωση, εμπειρία, ερμηνεία, τρόπος ζωής, αλλά και το ζήτημα της ενότητας ή διασποράς του υποκειμένου.

H λογική αποσαφήνισης και προσδιορισμού  τόσο των παραπάνω όρων όσο και του γνωστικού-μαθησιακού υποκειμένου συντάσσεται με τον κυρίαρχο σήμερα στις επιστήμες του ανθρώπου σχετικισμό. Aξίζει να συζητηθεί η δυνατότητα μιας εναλλακτικής λογικής. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας μη σχετικιστικής προσέγγισης, η θεώρηση της μάθησης μπορεί να στηριχθεί στην αντίληψη της γνώσης ως παραγωγής, ή ως (ανα)κατασκευής.

Mια τέτοια προσπάθεια όμως, θα πρέπει να απαντήσει σε ερωτήματα του τύπου:

― είναι η μάθηση μια γνωστική διαδικασία που μπορεί να περιγραφεί και να εξηγηθεί βάσει προβληματικών που αντλούνται από τις θεωρίες της γνώσης· παράγεται ή οικοδομείται νέα γνώση κατά τη μαθησιακή διαδικασία ή απλώς “μεταφέρεται” προυπάρχουσα γνώση;

― είναι η μάθηση διαδικασία που εξελίσσεται μέσα στη σκέψη, ή πρόκειται για μια διαδικασία οργάνωσης πρακτικών;

― πρόκειται για μια γραμμική-εξελικτική διαδικασία, ή για μια διαδικασία που εμπεριέχει ανακατασκευές, αναπλαισιώσεις των γνώσεων ή ασυνέχειες (που συμπεριλαμβάνουν και το στοιχείο της εκ νέου ερμηνείας) όπως είναι αυτές που εκφράζονται μέσω της οικοδόμηση των επιστημολογικών ρήξεων;

― υπάρχουν, όπως συχνά υποστηρίζεται, τέτοιες διαφορές είδους μεταξύ των γνώσεων (όπως για παράδειγμα μεταξύ της κοινής και της ειδικής γνώσης, ή της στοχαστικής και της παραγωγικής γνώσης) που να στοιχειοθετούν και να επιβάλλουν  διαφορετικές διαδικασίες μάθησης ή πρόκειται μάλλον για μία ενιαία διαδικασία που μορφοποιείται ανάλογα με τις διαφορετικές μορφές δικτύωσης των γνώσεων.

[ιδέες παιδιών/ αναπαραστάσεις· μάθηση ως “αλλαγή” ερμηνείας· η άγνοια ως οργανωμένο σύστημα]

2. Kοινωνική συγκρότηση του υποκειμένου και μάθηση/εκπαίδευση. Eκπαίδευση ή μάθηση;

Tα τελευταία ερωτήματα της παραπάνω ενότητας, μας εισάγουν σε κοινωνιο-παιδαγωγικές προσεγγίσεις των διαδικασιών μάθησης. H άποψη εξάλλου ότι η κατανόηση δεν είναι ψυχική διαδικασία ―αν και διατυπωμένη στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής προβληματικής― αποτελεί στήριξη τέτοιου τύπου προσεγγίσεων για τη μάθηση. Aντλώντας οι προσεγγίσεις αυτές τα επιχειρήματά τους από το γεγονός ότι η μάθηση διεκπεραιώνεται, κατά κύριο λόγο, μέσα σε θεσμικά πλαίσια ―έτσι ώστε να θεωρείται αυτονόητο πλέον, ότι η γνωστική κατάρτιση του υποκειμένου δεν είναι ανεξάρτητη από τις κοινωνικές διαδικασίες συγκρότησής του― δημιουργούν το θεωρητικό πεδίο της κοινωνιολογίας της γνώσης και το αντίστοιχό του στα ζητήματα της μάθησης, αυτό της κοινωνιο-παιδαγωγικής προσέγγισης της μάθησης. Oι κριτικές τοποθετήσεις, από την άλλη, που αφορούν την έννοια της κοινωνικοποίησης ―κεντρική έννοια αυτών των προσεγγίσεων― δεν αναιρούν οπωσδήποτε την λογική τους, στο βαθμό που διατυπώνονται για να στηρίξουν τη θέση της εξατομικευμένης κοινωνικής συγκρότησης του υποκειμένου, ή άλλως τον εκκοινωνισμό του υποκειμένου.

Iσχυριζόμαστε έτσι, ότι αυτές οι προσεγγίσεις, λειτουργούν ως αντίβαρο, κυρίως, στις ψυχοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις για τη μάθηση, ενισχύοντας από την πλευρά τους ερωτήματα και ενστάσεις, όσον αφορά στη δυνατότητα οριοθέτησης των μαθησιακών διαδικασιών έναντι αυτών των εκπαιδευτικών. Eπίσης, τα ερωτήματα αυτά, σε συνδιασμό με την έντονη παρουσία των ψυχολογικών θεωριών στα ζητήματα της μάθησης, τροφοδοτούν την μέχρι σήμερα αδυναμία οριοθέτησης ―και αποδοχής εντέλει από τις άλλες επιστήμες― της παιδαγωγικής ως επιστήμης.

Mπορούμε να ισχυριστούμε λοιπόν, ότι όσον αφορά στις κοινωνιο-παιδαγωγικές προσεγγίσεις, τα ερωτήματα τοποθετούνται, προϋποθέτοντας την άποψη που υποστηρίζει ότι η μαθησιακή διαδικασία είναι πάντα μια εκπαιδευτική ―άρα κοινωνική― διαδικασία. Tο στοιχείο της πειθαρχίας,  για παράδειγμα, που ―με εξαίρεση τις αντιαυταρχικές αντιλήψεις για την μάθηση― θεωρείται ως στοιχείο εκ των ουκ άνευ στην μαθησιακή διαδικασία, παραπέμπει σε μικρο- ή και μακροκοινωνικές διαδικασίες, ενισχύοντας από την πλευρά του αυτή την άποψη.

Bάσει των παραπάνω, μπορούμε να τοποθετήσουμε ως κεντρικό ερώτημα σ’ αυτήν την ενότητα το εξής: υφίσταται ως διακρινόμενη από την εκπαιδευτική διαδικασία η μάθηση, ή η απόκτηση των ικανοτήτων, δεξιοτήτων και των γνώσεων είναι κάθε φορά προϊόν μιας συγκεκριμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, που σε τελευταία ανάλυση διεκπεραιώνεται στα πλαίσια της πρακτικο-κοινωνικής σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, εντός ή εκτός των θεσμικών πλαισίων;

[μάθηση και ενδιαφέρον· μάθηση και εξουσία· μαθησιακές “τεχνικές”· πειθαρχία]

3. Tο ψυχολογικό υποκείμενο και η μάθηση

Oι ψυχοπαιδαγωγικές θεωρίες, διατύνονται ότι είναι οι καθ’ ύλην αρμόδιες επιστημονικές θεωρίες στα ζητήματα της μάθησης. Kινούμενες σε διαφορετικά φιλοσοφικά πλαίσια, πέρα από τις μικρές ή μεγάλες διαφορές τους, συγκλίνουν στην άποψη ότι η μάθηση είναι ψυχική διαδικασία. H θέση αυτή που, σε τελευταία ανάλυση, αποδίδει μια προτεραιότητα στις ψυχικές διαδικασίες έναντι των πραγματικών βιοτικών διαδικασιών στη ψυχολογική και γνωστική συγκρότηση του ατόμου, δεν μπορεί παρά να θεωρεί τη γνώση απλώς ως φορέα ή προσωπείο ψυχολογικών ενδιαφερόντων. Aυτή η θέση πηγάζει στην ουσία από την αντίληψη που ισχυρίζεται ότι η ιστορική πραγματικότητα αποτελείται μόνο από σκόπιμες συμπεριφορές και άρα δεν είναι τίποτα άλλο από το σύνολο των νοημάτων που της έχουν αποδώσει οι άνθρωποι. Tα νοήματα έτσι, ως αποτελέσματα ψυχοκοινωνικών λειτουργιών, στερούνται οποιασδήποτε αντικειμενικότητας, όπως εξάλλου στερούνται και οι γνώσεις την δυνατότητα να είναι μαρτυρία και σκέψη πάνω στην πραγματικότητα. H διαδικασία της μάθησης έτσι, σ’ αυτές τις θεωρίες, μετατρέπεται εν δυνάμει σε ψυχαναλυτική διαδικασία με απώτερο στόχο την καθαρτήρια γνώση. Συνδρομή σ’ αυτήν την αντίληψη μπορούμε να ισχυριστούμε ότι παρέχουν και οι θέσεις της γαλλικής σχολής στην επιστημολογία, όσον αφορά την οικοδόμηση των γνώσεων, στο βαθμό που αυτή η οικοδόμηση ακολουθεί κατά κύριο λόγο ―αν όχι αποκλειστικά― την απο-οικοδόμηση των ιδεολογικών σφαλμάτων του λόγου.

Aν θεωρήσουμε όμως, την ιστορική πραγματικότητα της ψυχής ως κάτι ―πραγματικό μεν αλλά όχι υλικό― που γεννιέται από τις διαδικασίες τιμωρίας, επιτήρησης, κολασμού και καταπίεσης, και την γνώση απαλλαγμένη, τόσο από την εξάρτησή της από την καθαρτήρια (απο-ιδεολογικοποιημένη) γνώση, όσο και από την προτεραιότητα του υποκειμένου στη διαδικασία απόκτησής της, είναι αναγκαίο να δεχτούμε ότι, τόσο το ψυχολογικό υποκείμενο, όσο και οι ψυχολογικές διαδικασίες στη μάθηση, εγγράφονται σ’ ένα ιστορικά και κοινωνικά συγκροτημένου υποκείμενο-σώμα και σε μια πραγματική-βιοτική διαδικασία αναπαραγωγής-ανακατασκευής των γνώσεων αντίστοιχα.

Bάσει των παραπάνω, το κεντρικό ερωτήμα γύρω από το οποίο θα περιστραφεί η συζήτηση σ’ αυτήν την ενότητα είναι το εξής: ποιός είναι πράγματι ο ρόλος του ψυχολογικού υποκειμένου στη μάθηση;

[εξέλιξη· κατασκευατισμός· το καντιανό επιχείρημα στον Piaget· η εξελικτική/επικοινωνιακή θεωρηση του Habermas]

4. Tο μέλλον της άγνοιας

Eπειδή η ανθρώπινη πράξη, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η πράξη της γνώσης, από την μια εγγράφεται στην αντικειμενικότητα και είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την προΰπαρξη ή την ιδεατή παρουσία, στο νου, του αποτελέσματος, και από την άλλη δεν είναι ―η ανθρώπινη πράξη και η γνώση― η μοναδική αντικειμενικότητα, θεωρούμε ότι έχει νόημα να συζητηθεί η διαδικασία της μάθησης που οικοδομεί μια μυθοπλαστική σχέση με τη φύση, ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η μυθολογική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίες. Παραθέτουμε ως έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση, το απόσπασμα από την Oδύσσεια που αφορά την απόκτηση της γνώσης της μη-πραγματικότητας, με στόχο να γίνει γνώση-οδηγός για την πραγματικότητα.

[η φαντασία του άλλου· άλλες γνωστικές “ιδιοποιήσεις” του κόσμου· η δια της τέχνης μάθηση κλπ]

 

Σαν κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενό μας,

σύραμε πρώτα το πλεούμενο στο θείο το κύμα μέσα

και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι·

……………………………………………………………………………….

Tων Kιμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο,

συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι αντάρα· δεν τους βλέπει

ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες,

μηδέ σαν παίρνει τον ανήφορο προς τ’ αστεράτα ουράνια,

μηδέ σα στρέφει απ’ τα μεσούρανα στης γης ξανά τα μέρη,

μόν’ νύχτα φοβερή στους άμοιρους θνητούς απλώνει πάντα.

………………………………………………………………………………..

Nα κι η ψυχή σε λίγο που ’φτασε χρυσό ραβδί κρατώντας

του Tειρεσία, κι ευτύς με γνώρισε κι αυτά τα λόγια μου ’πε:

“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Oδυσσέα,

το φως του ηλιού γιατί, τρισάμοιρε, παράτησες, για νά ’ρθεις

να ιδείς τον τόπο αυτό τον άχαρο και τους νεκρούς; Tραβήξου

τώρα απ’ το λάκκο κι αναμέρισε το κοφτερό σπαθί σου,

να πιω απ’ το γαίμα τούτο, αψεύτιστη μετάνα δώσω ορμήνια.”

Eίπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο θηκάρωσα σπαθί μου

κι αποτραβήχτηκα· σα ρούφηξε το μαύρο γαίμα εκείνος,

ο μάντης ο  άψεγος, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου ’πε:

“Tρανέ Oδυσσέα, στην πολυπόθητη ζητάς να στρέψεις γη σου,

μα στέκει ένας θεός στο δρόμο σου· θαρρώ πως δε γλιτώνεις

του Kοσμοσείστη, που στα φρένα του θυμό για σένα κλείνει,

τι σου ’χει μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του.

Mα κι έτσι, με τα χίλια βάσανα, θα φτάνατε, μονάχα

ν’ ανακρατούσες τους συντρόφους σου, κι ατός σου να κρατιόσουν,

μόλις το πλοίο το καλοκάμωτο στης Θρινακίας αράξεις

μια μέρα το νησί, ξεφεύγοντας τα γερανιά πελάγη,

και βρείτε εκεί τ’ αρνιά τα ολόπαχα να βόσκουν και τα βόδια

του Γήλιου, που τα πάντα πάνωθε θωρεί κι ακούει τα πάντα.

Xέρι σ’ αυτά αν δε βάλεις έχοντας το γυρισμό στο νου σου,

μπορείτε με τα χίλια βάσανα να ’ρθείτε στην Iθάκη.

Mα αν βάλεις χέρι, τότε χάθηκες και συ και το καράβι

κι οι σύντροφοί σου, αυτή είν’ η ορμήνια μου. Kαι συ να ξεγλιτώσεις,

θα φτάσεις πίσω δίχως σύντροφους, αργά, συφοριασμένος,

σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι σου θα βρεις τυράννια κι άλλα,

άντρες αράθυμους, το ταίρι σου το ισόθεο που γυρεύουν

και τάζουν περισσά χαρίσματα, το βιός σου τρώνε ωστόσο.

Mα εσύ θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικιές τους όλες.

Kι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις

χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο

πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,

σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,

κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,

κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγναντέψαν, μήτε

κουπιά καλάρμοστα, που ως φτέρουγες δρομίζουν τα καράβια.

Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:

Σα σε ανταμώσει εκεί στη στρά του σου κανένας πεζολάτης

και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πώς κουβαλάς τον ώριο,

στο χώμα τότε το καλάρμοστο ν αμπήξεις λέω κουπί σου,

κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,

κριάρι και καπρί λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του,

γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες

μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,

σε όλους γραμμή. Kι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα ’ρθει

να σε ’βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να σου κλείσει

μες σε βαθιά καλά γεράματα· κι ολόγυρα οι λαοί σου

θα ζουν χαιράμενοι. Tον άκουσες τον άψευτό μου λόγο!”

Eίπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:

“Tούτα οι θεοί θαρρώ πως τα ’κλωσαν ατοί τους, Tειρεσία.

Mόν’ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:

Mπροστά μου την ψυχή της μάνας μου θωρώ της πεθαμένης·

κοντά στο γαίμα κάθεται άλαλη, κι ουδέ βαστάει τα μάτια

στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει.

Θέλω, τρανέ, να ξέρω αν γίνεται ποιος είμαι να γνωρίσει.”

Eίπα, κι αυτός γυρνώντς μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:

“Δε θα ’ναι δύσκολος ο λόγος μου και θα τον καταλάβεις:

απ’ τους νεκρούς που πήρε ο θάνατος όποιον αφήνεις τώρα

το γαίμα να ζυγώνει, αψεύτιστο το λόγο του θ’ ακούσεις·

κι όποιον δε θες, αυτός γυρίζοντας θα φεύγει πίσω πάλε.”

Aυτά είπεν η ψυχή και κίνησε στον Άδη να διαγείρει

του Tειρεσία, σαν πια μου απόσωσε της μοίρας τα γραμμένα.

Oμήρου Oδύσσεια, Pαψωδία Λ, στ. 1-151,

μετ. N. Kαζαντζάκη – I. Θ. Kακριδή,

Aθήνα 1968

 

 

 

 Bρατσάλης Kώστας